Ένα σημαντικό ευρωπαϊκό hub παραγωγής φαρμάκων δημιουργείται στην ΒΙ.ΠΕ Τρίπολης, όπου τρείς ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες (WinMedica του Ομίλου Elpen, Demo και Faran) δημιουργούν νέες μονάδες. Πρόκειται για επενδύσεις συνολικού ύψους άνω των 180 εκατ. ευρώ, οι οποίες εκτιμάται πως θα δημιουργήσουν πάνω από 1000 άμεσες νέες θέσεις εργασίας, ενώ οι έμμεσες θέσεις που θα προκύψουν εκτιμώνται σε 2.500 με 3.500. Οι επενδύσεις της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας θωρακίζουν το σύστημα υγείας από τις ελλείψεις και διασφαλίζουν την κάλυψη των ασθενών στα αναγκαία φάρμακα, ενώ παράλληλα μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στον επαναπροσδιορισμό της χώρας μας σαν βασικό παραγωγό φαρμάκων (αλλά και σχετικών πρώτων υλών) μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία όπως όλα δείχνουν βρίσκεται σε φάση επαναπροσδιορισμού σε αρκετούς τομείς. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως ήδη υπάρχουν συζητήσεις και για άλλες μονάδες στην Τρίπολη αλλά και για την δημιουργία ανάλογων hub και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Ο Θεόδωρος Τρύφων, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας, μέλος του Δ.Σ. του ευρωπαϊκού συνδέσμου Medicines for Europe και συνδιευθύνων σύμβουλος του ομίλου ELPEN στο πλαίσιο της παρουσίασης των επενδύσεων τόνισε πως «οι νέες παραγωγικές μονάδες της WINMEDICA -εταιρεία του ομίλου ELPEN- θα είναι σε θέση να καλύψουν το 25% των αναγκών για ογκολογικές θεραπείες μέχρι το 2028» ενώ από την μεριά του ο Δημήτρης Δέμος, Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας, και Αντιπρόεδρος & Δ/νων Σύμβουλος της εταιρείας DEMO μεταξύ άλλων ανέφερε πως « Με την ολοκλήρωσή της επένδυσης, θα έχουμε για πρώτη φορά στη χώρα τη δυνατότητα της παραγωγής πρώτων υλών ενώ και η DEMO θα συγκαταλέγεται στις 3 μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής πενικιλινούχων & ογκολογικών φαρμάκων της Ευρώπης καλύπτοντας το 35% των αναγκών της ΕΕ σε πενικιλινούχα και σε ογκολογικά φάρμακα».
Το χρήσιμο «επενδυτικό» clawback αλλά και η ανάγκη για αλλαγές
Καθοριστικό ρόλο στη έκρηξη αυτή των επενδύσεων έχει διαδραματίσει ο νόμος για τον συμψηφισμό clawback - επενδύσεων που από τον Οκτώβριο του 2019 έχει οδηγήσει στην υποβολή επενδυτικών σχεδίων ήδη άνω των 600 εκατ. ευρώ ενώ ο στόχος είναι τα επόμενα χρόνια να ξεπεράσουν το 1,2 δισ ευρώ. Οι νέες μονάδες παραγωγής θα μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση για μια σειρά κρίσιμων φαρμάκων όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη.
Όπως, όμως επισημάνθηκε από τον κ. Τρύφων στο πλαίσιο ενημερωτικής συνάντησης με δημοσιογράφους απαιτούνται αφενός ένα ενισχυμένο πλαίσιο κινήτρων αφετέρου και λύσεις για διάφορα ζητήματα που λειτουργούν ανασταλτικά για την περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών ενώ ίσως σε περιπτώσεις απειλούν και την βιωσιμότητα τους. Σημείωσε, μάλιστα, πως η ΠΕΦ ήδη συνεργάζεται με το υπουργείο Υγείας , τον ΕΟΠΥΥ και άλλες θεσμικές ενώσεις για την εισαγωγή και στην Ελλάδα συστημάτων από το εξωτερικό, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη αύξησης του μεριδίου αγοράς των γενόσημων καθώς με τις νέες επενδύσεις που έχουν προγραμματιστεί από τις ελληνικές φαρμακευτικές, εκτιμάται πως μέσα στα επόμενα 5 χρόνια τα εγχώρια παραγόμενα γενόσημα θα μπορούν να καλύπτουν το 75% των αναγκών των Ελλήνων ασθενών. Στο ίδιο μήκος κλίματος ο Δημήτρης Δέμος, πρόσθεσε πως ως το 2028 θα παράγονται ποιοτικά ογκολογικά φάρμακα που θα καλύπτουν το 25% των αναγκών, έναντι του μόλις 2% σήμερα. Βέβαια παρά τις εξαγγελίες των τελευταίων χρόνων η διείσδυση των γενοσήμων στην ελληνική αγορά παραμένει στάσιμη και δεν φαίνεται πως θα αγγίξει σύντομα τον στόχο του μεριδίου αγοράς της τάξεως του 40%.
Μεταξύ άλλων ο κ. Τρύφων ανέφερε, επίσης, πως κανένα κράτος δεν μπορεί να αντέξει το κόστος των νέων καινοτόμων θεραπειών καθώς και ότι σε όλες τις χώρες τα νέα φάρμακα χορηγούνται με περιορισμούς, αναγνωρίζοντας, πάντως, πως και στην χώρα μας πλέον λειτουργούν καλύτερα οι Επιτροπές Αξιολόγησης και Διαπραγμάτευσης.
Στο πλαίσιο της συνάντησης ο επιστημονικός διευθυντής της ΠΕΦ Μάρκος Ολλανδέζος παρουσίασε με στοιχεία το πρόβλημα υποχρηματοδότησης της φαρμακευτικής πολιτικής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία οι ανάγκες παγκοσμίως για φάρμακα αυξάνονται κάθε χρόνο κατά 5%-8% αλλά στην Ελλάδα οι προϋπολογισμοί για φάρμακα παραμένουν σταθεροί εδώ και αρκετά χρόνια. Παρά, μάλιστα, το γεγονός πως από το 2014 ο αριθμός των συνταγών έχει αυξηθεί κατά 30% και η μέση αξία της κάθε συνταγής κατά 40% ενώ παράλληλα έχουν προστεθεί και περίπου 200 εκατ. ευρώ δαπάνης για ανασφάλιστους ασθενείς. Όπως επεσήμανε η παγκόσμια συνθήκη του υψηλού κόστους των νέων φαρμάκων και το ελληνικό φαινόμενο της απουσίας περιορισμών στις ενδείξεις και ελέγχων στην χρήση τους οδηγεί σημαντικά προβλήματα, με την δημόσια χρηματοδότηση να μην ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πληθυσμού και την δαπάνη να καλύπτεται από την βιομηχανία και τους ασθενείς κατά κύριο λόγο.
Ακόμη, ο κ. Ολλανδέζος επεσήμανε πως η πίεση στις τιμές, οι τεράστιες επιστροφές και η αύξηση του κόστους παραγωγής πλήττουν την βιωσιμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στον χώρο του φαρμάκου. Στάθηκε ιδιαίτερα δε στο γεγονός πως το 60% του τζίρου μια ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας προέρχεται από φάρμακα με τιμή, που κυμαίνεται μεταξύ 3 και 5 ευρώ, χαρακτηρίζοντας «αδιανόητη» κάθε περαιτέρω πίεση σε αυτά τα φάρμακα.