«Η δυνατότητα αύξησης της ευημερίας στην Ελλάδα είναι πολύ μεγάλη, αν κλείσουμε τα κενά επενδύσεων και παραγωγικότητας», τόνισε ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής στο Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρουσιάζοντας τη μελέτη του ΙΟΒΕ για την «Εξειδίκευση προτάσεων και εκτίμηση επιδράσεων» της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών (ΕΕΝΕ), στην 8η Οικονομική Διάσκεψη της ΕΕΝΕ.
Η μελέτη του ΙΟΒΕ αναλύει τις προτάσεις της ΕΕΝΕ για τέσσερα συγκεκριμένα μέτρα:
*Μηδενικό οριακό μη μισθολογικό κόστος ως κίνητρο για την ψηφιακή αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού των επιχειρήσεων.
*Μειωμένη Οριακή Φορολόγηση Επιχειρήσεων για διευκόλυνση της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων.
*Σταδιακή κατάργηση της προκαταβολής φόρου για την αποφυγή αυξημένου effective tax rate.
*Επιτάχυνση αποσβέσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό για την τόνωση των παραγωγικών επενδύσεων.
Ο κ. Βέττας ανέφερε ότι «η εγχώρια μεταποίηση δεν πηγαίνει άσχημα, υπάρχει μία σταθερά ανοδική πορεία της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας. Ωστόσο, υστερούμε σε σχέση με την ΕΕ».
Σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα, ενώ στον κλάδο της μεταποίησης είναι σημαντικά υψηλότερη από άλλους κλάδους της οικονομίας, εξακολουθεί να υπολείπεται του μέσου όρου της Ευρώπης, απόσταση που δεν καλύφθηκε ούτε από τη βελτίωση που παρατηρείται μετά το 2020. «Αιτία είναι ότι ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ υστερεί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη», εξήγησε ο Ν. Βέττας, υπογραμμίζοντας ότι «η μεταποίηση πρέπει να στηριχθεί περισσότερο στην τεχνολογία, παρά στην ανειδίκευτη εργασία», και ότι «οι εργαζόμενοι στη μεταποίηση πρέπει να αποκτούν συνεχώς περισσότερες δεξιότητες, κυρίως ψηφιακές».
Ο Ν. Βέττας ανέφερε ότι στην Ελλάδα καταγράφεται το χαμηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που προσφέρουν προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης στους εργαζόμενους. Η πρόταση της ΕΕΝΕ κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, προτείνοντας χαμηλότερους ασφαλιστικούς και φορολογικούς συντελεστές για τις αυξήσεις μισθών των εργαζομένων που έχουν παρακολουθήσει πιστοποιημένα προγράμματα κατάρτισης.
Εφόσον υλοποιηθεί αυτή η πρόταση, μπορεί να οδηγήσει σε συνολική ετήσια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 40 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τον «μετριοπαθή υπολογισμό» όπως ανέφερε ο Ν. Βέττας, ενώ η συνολική ετήσια αύξηση των εσόδων των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών εκπαίδευσης θα ανέλθει στα 14,3 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, η συνολική ετήσια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος νοικοκυριών θα φτάσει στα 1,55 δισ. ευρώ, ενώ η συνολική ετήσια αύξηση των εσόδων των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών εκπαίδευσης θα φτάσει στα 94,3 εκατ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση των επιχειρήσεων, ο Ν. Βέττας ανέφερε ότι η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο μέσο ευρωπαϊκό όρο στη φορολογία των επιχειρηματικών κερδών, ενώ η φορολόγηση των μερισμάτων είναι από τις χαμηλότερες παγκοσμίως.
Για την πρόταση της ΕΕΝΕ περί μειωμένης φορολόγησης των ταχέως αναπτυσσόμενων μεταποιητικών επιχειρήσεων, όταν τα κέρδη υπερβαίνουν τον μέσο όρο της τελευταίας τριετίας προσαυξημένο με το ποσοστό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, και η επιπλέον διαφορά φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή 10%, ο Ν. Βέττας ανέφερε ότι η πρόταση αυτή δεν θα μειώσει τα φορολογικά έσοδα του κράτους αλλά θα λειτουργήσει ως κίνητρο για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Όπως είπε, οι άμεσες επιδράσεις από την εφαρμογή του μέτρου σε χρονικό ορίζοντα 10ετίας, με το πιο συντηρητικό σενάριο, θα ήταν ένας μέσος ρυθμός ανάπτυξης των επιχειρήσεων κατά 2%.
Η πρόταση για την σταδιακή κατάργηση της προκαταβολής φόρου αναμένεται να ενισχύσει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων και να δημιουργήσει περισσότερο «χώρο» για νέες επενδύσεις. Σε περίπτωση που θα υπάρξει σταδιακή κατάργηση σε βάθος 5ετίας, το μέτρο αναμένεται να προσφέρει φορολογική ελάφρυνση για τις επιχειρήσεις ύψους 5,5 δισ. ευρώ και εφόσον το 50% αυτών των χρημάτων κατευθυνθεί σε επενδυτικά σχέδια, αυτό σημαίνει περίπου 2,5 δισ. ευρώ νέες επενδύσεις.
Το ποσό αυτό μπορεί να μην φαίνεται υψηλό, ωστόσο, όπως επεσήμανε ο Ν. Βέττας, είναι σημαντικό γιατί «το τρέχον επίπεδο επενδύσεων στην χώρα είναι πολύ χαμηλό».
Σε ό,τι αφορά το θεσμικό πλαίσιο αποσβέσεων, η πρακτική στην Ευρώπη είναι να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία και να υπάρχει επιταχυνόμενη απόσβεση.
Η πρόταση της ΕΕΝΕ προβλέπει να διατηρηθεί το 10% για τα δύο πρώτα χρόνια και στη συνέχεια να δίνεται η δυνατότητα να συγκεντρώνεται το σύνολο της απόσβεσης στον τρίτο και τέταρτο χρόνο. «Γνωρίζοντας ότι ισχύει αυτό το μέτρο, οι επιχειρήσεις θα προβούν σήμερα σε αναβάθμιση του εξοπλισμού τους» εκτίμησε ο Ν. Βέττας.
Όπως εξήγησε ο Ν. Βέττας, οι επιδράσεις, σωρευτικά, των τεσσάρων προτάσεων της ΕΕΝΕ, σε ένα βασικό σενάριο, εκτιμώνται ως εξής:
*Ετήσια αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης των επιχειρήσεων κατά 5%.
*Ενίσχυση της παραγωγικότητας κατά 1%.
*Αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,6 δισ. ευρώ ετησίως την πρώτη δεκαετία.
*Δημιουργία 17.000 νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.
*Αύξηση των φορολογικών εσόδων για το κράτος κατά 1 δισ. ευρώ ετησίως την πρώτη δεκαετία.