Το ΙΟΒΕ συμμετέχει για 12η χρονιά στο διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα Global Entrepreneurship Monitor (GEM) και δημοσιεύει την Ετήσια Έκθεση για την Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα αναλύοντας εμπειρικά δεδομένα του 2014. Το GEM αποτελεί μία κοινοπραξία σε διεθνές επίπεδο από ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια στο πλαίσιο της οποίας συλλέγονται στοιχεία από διεξαγωγή ερευνών πεδίου σε ένα μεγάλο πλήθος χωρών.
Στη σύνοψή του για την Έκθεση, το ΙΟΒΕ ανέφερε τα ακόλουθα:
Στην Ελλάδα το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που είναι σε αρχικά στάδια επιχειρηματικής ενεργοποίησης παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις. Το 2014 το ποσοστό επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων αυξήθηκε από μόλις 5,2% το 2013 σε 7,8% το 2014, σε επίπεδα υψηλότερα δηλαδή από το μακροχρόνιο μέσο όρο του δείκτη (2003-2014). Στον αντίποδα, τα πρώτα αποτελέσματα από την ανάλυση των
στοιχείων για το 2015 καταγράφουν εκ νέου πτώση του δείκτη στο επίπεδο του 6,9%. Η διόρθωση όμως είναι ηπιότερη, καθώς ο δείκτης κυμαίνεται στα επίπεδα του μακροχρόνιου μέσου όρου -σε αντίθεση με προηγούμενα έτη στα οποία είχε αντίστοιχα σημειωθεί πτώση, ένδειξη πιθανής άμβλυνσης της αβεβαιότητας που έχει επιφέρει η οικονομική κρίση.
Την υψηλή αυτή διακύμανση της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων πιθανώς να ερμηνεύουν αντικρουόμενες τάσεις. Αν και εξακολουθεί να είναι υψηλό το ποσοστό ατόμων ηλικίας 18-64 ετών που αναφέρει ότι ο φόβος επιχειρηματικής αποτυχίας θα αποτελούσε εν δυνάμει αποτρεπτικό παράγοντα έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας, το ποσοστό ατόμων που εντοπίζουν και αναγνωρίζουν την ύπαρξη επιχειρηματικών ευκαιριών στην Ελλάδα το επόμενο εξάμηνο είναι σταθερά αυξανόμενο. Γεγονός ακόμα είναι ότι αν και διαχρονικά στην Ελλάδα καταγράφεται υψηλότερη επίδοση στον δείκτη που αφορά στις ικανότητες, στις γνώσεις και στην εμπειρία για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας σε σύγκριση με το μέσο όρο των χωρών καινοτομίας η πορεία του δείκτη ειδικά την περίοδο της κρίσης είναι φθίνουσα.
Στην πράξη η συνεχιζόμενη ύφεση οδηγεί, συγκριτικά με άλλες χώρες, περισσότερους πολίτες στον επιχειρηματικό στίβο από ανάγκη, παρά για λόγους αξιοποίησης πραγματικών επιχειρηματικών ευκαιριών. Η ελληνική επιχειρηματικότητα που κινητοποιείται από τον εντοπισμό ευκαιριών (30,5%) κινείται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (54,9%), ενώ στον αντίποδα το ποσοστό επιχειρηματικής δραστηριοποίησης στην Ελλάδα λόγω ανάγκης (43,6%) κινείται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (23,9%). Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη τελευταία θέση της κατάταξης μεταξύ των χωρών καινοτομίας μελών της Ε.Ε. σε όρους επιχειρηματικότητας ευκαιρίας και στην πρώτη θέση της κατάταξης σε όρους επιχειρηματικότητας ανάγκης.
Φαίνεται όμως ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα έχει αρχίσει να θωρακίζεται απέναντι στην κρίση. Αναλυτικότερα, το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει πως έχει διακόψει ή αναστείλει την επιχειρηματική του δραστηριότητα το 2014 ανέρχεται στο 2,8% του πληθυσμού χαμηλότερα δηλαδή από το αντίστοιχο ποσοστό το 2013 (4,8%) και σε μικρή απόσταση από το μέσο όρο των χωρών καινοτομίας. Πιθανώς τα επιχειρηματικά εγχειρήματα που αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα εντός της κρίσης να είχαν καλύτερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά που να διασφαλίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό την βιωσιμότητά τους. Οι οικονομικοί παράγοντες και ειδικότερα η έλλειψη κερδοφορίας με ποσοστό 68% σημειώνεται ως ο βασικότερος παράγοντας διακοπής ή αναστολής λειτουργίας της επιχείρησης.
Με δεδομένη τη συρρίκνωση των εισοδημάτων και της ζήτησης στην οποία έχει οδηγήσει η μακροχρόνια και βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων, η αναζήτηση δηλαδή πελατών εκτός των εθνικών συνόρων, συνιστά σημαντικό ζητούμενο. Αν και διαχρονικά τα μεγαλύτερα ποσοστά των επιχειρηματιών στην Ελλάδα δηλώνουν πως δεν εξάγουν καθόλου ή εξάγουν σε μικρό βαθμό (δηλαδή 1%-25% των πωλήσεών τους προέρχεται από εξαγωγές) σταδιακά το ποσοστό των επιχειρήσεων αρχικών σταδίων που απευθύνεται μόνο ή κυρίως σε εγχώριους πελάτες μειώνεται. Το ποσοστό των επιχειρηματιών που απευθύνονται αποκλειστικά σε εγχώριους πελάτες είναι 41,8% έναντι 43,1% το 2013 ενώ το ποσοστό εκείνων που εξάγουν σε μικρό βαθμό είναι 40,5% σε σύγκριση με 43,1% το 2013. Το 2014 διαφαίνεται μια στροφή στην εξωστρέφεια ένδειξη που όμως ακόμα δεν έχει αποκτήσει σταθερά χαρακτηριστικά ώστε να μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι η νέα επιχειρηματικότητα στη Ελλάδα συμβάλει σε μια συνολική αλλαγή στα χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας. Η καινοτομικότητα όμως της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων όπως αντανακλάται στο ποσοστό των επιχειρηματιών που δηλώνει ποια μερίδα πελατών (όλοι/μερικοί/κανένας) θεωρεί το προϊόν/υπηρεσία της επιχείρησης νέο και πρωτοποριακό είναι χαμηλή.
Για το 2014 το ποσοστό των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων που δηλώνει πως μερικοί ή όλοι οι πελάτες θεωρούν το προϊόν/υπηρεσία της επιχείρησης νέο και πρωτοποριακό ανέρχεται στο 37,4%, επίδοση χαμηλότερη από το διαχρονικό μέσο όρο που κυμαίνεται στο 49%. Το εύρημα πιθανόν σε ένα
βαθμό να συσχετίζεται με το γεγονός ότι οι νέες επιχειρηματικές προσπάθειες εντοπίζονται πρωτίστως στους τομείς υπηρεσιών προς τον καταναλωτή όπου η καινοτομία προϊόντος ή διεργασιών είναι εκ φύσεως αρκετά περιορισμένη. Από την άλλη πλευρά αν και το 2014 οι επιχειρηματίες αρχικών-σταδίων στην Ελλάδα
φαίνεται πως μένουν προσκολλημένοι σε μεγαλύτερο βαθμό στις παλαιότερες τεχνολογίες/διεργασίες (61,9%) αρχίζει όμως σταδιακά να διαγράφεται μια τάσης ενίσχυσης των άκρων. Φαίνεται δηλαδή τα τελευταία δύο χρόνια να ενισχύεται το ποσοστό των επιχειρήσεων που κατέχουν τεχνολογία αιχμής και σταδιακά να εξασθενεί το ποσοστό των επιχειρήσεων που διαθέτει τεχνολογία πενταετίας (νέες τεχνολογίες).
Εκτός όμως από την επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων το GEM, ήδη από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, συμπεριέλαβε στο ερευνητικό του πρόγραμμα τη μελέτη της «καθιερωμένης επιχειρηματικότητας». Στην κατηγορία των καθιερωμένων επιχειρηματιών κατατάσσονται άτομα τα οποία είναι ιδιοκτήτες και διοικούν μιαν επιχείρηση που έχει υπερβεί την ηλικία των 3,5 ετών, η οποία θεωρείται έτσι ως «καθιερωμένη επιχείρηση». Με την συμπερίληψη αυτής της κατηγορίας επιχειρηματιών, το ερευνητικό πρόγραμμα του GEM έχει πλέον τη δυνατότητα να προσεγγίζει ολόκληρο τον πληθυσμό που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, συμπεριλαμβανομένου μάλιστα εκείνου του μέρους που είναι φορέας πολύτιμης επιχειρηματικής εμπειρίας.
Η Ελλάδα καταγράφει έναν από τους υψηλότερους δείκτες καθιερωμένης επιχειρηματικότητας ανάμεσα στις χώρες καινοτομίας (12,8% το 2014). Το συγκεκριμένο εύρημα αντανακλά την πραγματική δομή της ελληνικής οικονομίας στην οποία κυριαρχούν μικρές και ως επί το πλείστον οικογενειακές επιχειρήσεις. Ωστόσο, το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα και μετά από πέντε χρόνια κρίσης –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητα των μικρών επιχειρήσεων- η αντοχή της μικρής –ως προς το μέγεθος- επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα παραμένει αξιοσημείωτη. Τα δεδομένα του GEM στο παρελθόν έχουν αποκαλύψει ότι σε όλες τις χώρες το βασικό κίνητρο για την επιχειρηματικότητα είναι η ευκαιρία. Αυτό ισχύει τόσο για την επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων, όσο και για την καθιερωμένη. Η καθιερωμένη επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα φαίνεται πράγματι να προσαρμόζεται σε αυτό τον κανόνα την περίοδο πριν την κρίση, αφού η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας υπερτερεί σημαντικά της επιχειρηματικότητας ανάγκης. Ωστόσο, η εικόνα αυτή διαφοροποιείται σημαντικά από το 2009 και μετά, με την έναρξη δηλαδή της κρίσης, καθώς τα ποσοστά εκείνων που παραμένουν στον επιχειρηματικό στίβο για λόγους ανάγκης –επειδή δηλαδή κρίνουν ότι δεν έχουν άλλη δυνατότητα εξασφάλισης εισοδήματος- πλησιάζουν πολύ τα ποσοστά εκείνων που παραμένουν με σκοπό την εκμετάλλευση ευκαιριών. Πρόκειται προφανώς για ένα αρνητικό χαρακτηριστικό της
καθιερωμένης επιχειρηματικότητας στη χώρα μας, καθώς περίπου το ένα τρίτο των καθιερωμένων επιχειρηματιών μετά το 2009 δηλώνουν ότι συνεχίζουν να δρουν επιχειρηματικά όχι γιατί επιδιώκουν την εκμετάλλευση επιχειρηματικών ευκαιριών, αλλά επειδή κρίνουν ότι δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους σε κάποια άλλη απασχόληση.
Το 2014 σημειώνεται το χαμηλότερο ποσοστό (3,5%) καθιερωμένων επιχειρηματιών που απαντούν ότι όλοι οι πελάτες τους θεωρούν το προϊόν/υπηρεσία που προσφέρουν ως νέο και καινοτόμο, και το υψηλότερο (87,3%) εκείνων που απαντούν ότι κανένας πελάτης δεν το θεωρεί καινοτόμο. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακή η εξέλιξη
του αθροίσματος όσων θεωρούν ότι όλοι οι πελάτες τους κρίνουν το προϊόν καινοτομικό και όσων πιστεύουν ότι αυτό ισχύει μόνο για κάποιους από τους πελάτες τους. Με το ξέσπασμα της κρίσης το άθροισμα αυτό μειώνεται ραγδαία από 39,8% το 2008, στο 12,8% το 2014. Με άλλα λόγια, η κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά την καινοτομικότητα των καθιερωμένων επιχειρήσεων. Η εισαγωγή μιας καινοτομίας δημιουργεί μια νησίδα αγοράς (market niche) στην οποία ο καινοτόμος επιχειρηματίας βραχυπρόθεσμα δεν αντιμετωπίζει έντονο ανταγωνισμό. Ωστόσο, μειούμενη ένταση ανταγωνισμού μπορεί να προέρχεται και από μια διαφορετική διαδικασία. Πρόκειται για την περίπτωση όπου οι γενικότερες οικονομικές συνθήκες ωθούν εκτός αγοράς επιχειρήσεις που, μέχρι πρότινος, προσέφεραν παρόμοια προϊόντα. Στην ουσία, αυτό έχει συμβεί στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, καθώς το ποσοστό των καθιερωμένων επιχειρηματιών που θεωρούν ότι αντιμετωπίζουν έντονο ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων/υπηρεσιών στις οποίες δραστηριοποιούνται από το ανώτατο σημείο του 88,1% το 2007, πέφτει στο 57,2% για το 2014. Φαίνεται λοιπόν ότι πράγματι, αυτό που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια είναι η μείωση του αριθμού των καθιερωμένων επιχειρήσεων που
δραστηριοποιούνται στις αγορές προϊόντων/υπηρεσιών. Οι Έλληνες καθιερωμένοι επιχειρηματίες δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται καθόλου ως προς το επίπεδο της τεχνολογίας που χρησιμοποιούν από τους επιχειρηματίες άλλων χωρών καινοτομίας. Η δυνατότητα πρόσβασης σε τελευταίες τεχνολογίες από τους Έλληνες καθιερωμένους επιχειρηματίες δεν έχει επηρεαστεί λοιπόν από την κρίση. Πρόκειται για σημαντικό εύρημα καθώς υποδηλώνει ότι παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες καθιερωμένοι επιχειρηματίες, δεν έχει μειωθεί η ικανότητα και η δυνατότητά τους να παρακολουθούν τις διεθνείς
εξελίξεις στην τεχνολογία.
Η ελληνική καθιερωμένη επιχειρηματικότητα δεν έχει κατορθώσει να κάνει σημαντικά βήματα προς την ενίσχυση της εξωστρέφειας. Μάλιστα, η επίδραση της κρίσης στον εξαγωγικό προσανατολισμό της καθιερωμένης επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα υπήρξε πολύ αρνητική. Το ποσοστό των καθιερωμένων επιχειρηματιών των οποίων 1-25% των πελατών βρίσκεται στο εξωτερικό, καταγράφει σταθερή πτωτική τάση, από 47% το 2008, σε 31,5% το 2014. Αλλά με δεδομένα τα πολύ χαμηλά ποσοστά μεγαλυτέρων επιπέδων εξωστρέφειας, αυτό σημαίνει ότι ανέρχεται σταθερά το ποσοστό των καθιερωμένων επιχειρηματιών που απευθύνονται αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά.
Είναι προφανής η επίπτωση της κρίσης στην υφιστάμενη απασχόληση. Στην περίοδο 2007-2010 το ποσοστό των καθιερωμένων επιχειρηματιών που απασχολούσαν τουλάχιστον έναν εργαζόμενο υπερδιπλασιάστηκε, από το 40% στο 84%. Ωστόσο, στην περίοδο της κρίσης το ποσοστό μειώνεται και πάλι και τα τελευταία χρόνια παραμένει σταθερό λίγο πάνω από το 60%. Ως προς την προσδοκώμενη απασχόληση, είναι εντυπωσιακή η σχεδόν απόλυτη ταύτισή της με την υφιστάμενη. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι οι καθιερωμένοι επιχειρηματίες δεν προσδοκούν υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης από τα σημερινά.
Το 2008 το ΙΟΒΕ εκπόνησε μελέτη για τη γυναικεία επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα στη βάση των δεδομένων των ερευνών του GEM από το 2003 έως και το 2007. Η μελέτη εκείνη είχε αναδείξει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εύρημα. Η αναλογία γυναικών και ανδρών επιχειρηματιών αρχικών σταδίων βρισκόταν στο επίπεδο του 3 προς 7. Ωστόσο, στην καθιερωμένη επιχειρηματικότητα άνδρες και γυναίκες
κατέγραφαν σχεδόν ίδια ποσοστά, κάτι που δεν είχε παρατηρηθεί σε καμία άλλη χώρα καινοτομίας. Η εικόνα όμως ανατρέπεται ολοσχερώς μετά το 2008. Φαίνεται ότι η ανασφάλεια της μισθωτής θέσης του άνδρα της οικογένειας τον οδήγησε να παραμείνει επικεφαλής της επιχείρησης ακόμα και μετά την καθιέρωσή της. Άρα, η κρίση έχει οδηγήσει σε μια ανατροπή της ενδοοικογενειακής κατανομής της επιχειρηματικής δραστηριότητας ανάμεσα στα φύλα στην περιοχή των καθιερωμένων επιχειρήσεων. Τα ποσοστά των εκπαιδευτικών κλιμακίων των καθιερωμένων επιχειρηματιών χαρακτηρίζονται μάλλον από διαχρονική σταθερότητα. Το μεγαλύτερο ποσοστό (53,3%) προέρχεται στην ομάδα επιχειρηματιών που έχουν συμπληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση (γυμνάσιο και λύκειο). Το δεύτερο ανήκει σε εκείνους που έχουν κάποιο πανεπιστημιακό τίτλο (πτυχίο, μεταπτυχιακό ή διδακτορικό).
Τέλος, το μικρότερο ποσοστό (14,9%) καταγράφει η ομάδα που έχει συμπληρώσει μόνο την υποχρεωτική εκπαίδευση. Τα δεδομένα αυτά δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτά των άλλων χωρών καινοτομίας. Η τεράστια πλειονότητα (94,6%) των καθιερωμένων επιχειρηματιών στην Ελλάδα το 2014 είχαν εισόδημα από τη δραστηριότητά τους χαμηλότερο από 40 χιλ. Ευρώ. Μόλις το 4,1% είχαν εισόδημα μεταξύ 40 χιλ. και 60 χιλ., ενώ είναι πραγματικά μηδαμινό το ποσοστό εκείνων που υπερβαίνουν αυτό το επίπεδο. Ωστόσο, ενώ μέχρι το 2009 πάνω από το 80% των καθιερωμένων επιχειρηματιών είχαν εισόδημα πάνω από 60 χιλ. Ευρώ, από το 2010 το ποσοστό αυτό κατακρημνίζεται και φτάνει στα αμελητέα επίπεδα του 2014. Το εύρημα αυτό εξηγεί εν πολλοίς το ότι ο βασικότερος λόγος διακοπής της επιχειρηματικής λειτουργίας, όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες κατά 68%, είναι η έλλειψη κερδοφορίας της επιχείρησης. Είναι αναμενόμενη η σαφής αύξηση του φόβου της αποτυχίας τα χρόνια της κρίσης. Αυτό ισχύει τόσο σε επίπεδο γενικού πληθυσμού, όσο και στο επίπεδο των ίδιων των επιχειρηματιών. Μάλιστα, αυτό δεν αφορά μόνο τους επιχειρηματίες αρχικών σταδίων που τώρα εισέρχονται στον επιχειρηματικό στίβο, αλλά και τους καθιερωμένους. Στους τελευταίους, πάνω από το 60% τα χρόνια της κρίσης δηλώνουν ότι φοβούνται την αποτυχία.