Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και η ταχεία υλοποίηση του προγράμματος είναι μεν μονόδρομος, αλλά όχι η μόνη προϋπόθεση για να βγει η χώρα από τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, σε καιρό ειρήνης, τονίζει ο ΣΕΒ στην εβδομαδιαία ανασκόπησή του.
Όπως σημειώνει υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να εφαρμοστεί το πρόγραμμα και η κυβέρνηση -με την ανοχή των θεσμών- φαίνεται να επιλέγει το χειρότερο, αυτόν της υπερφορολόγησης.
Το μίγμα πολιτικής που φαίνεται να προκρίνεται εντός του πλαισίου υλοποίησης του προγράμματος θα έχει έντονες υφεσιακές επιπτώσεις και θα εξουδετερώσει άλλες θετικές διαρθρωτικές επιδράσεις του στο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Μόνο η σταθερή υλοποίηση του προγράμματος μπορεί να οδηγήσει στην ανάκαμψη, που πρέπει να έχει βάθος και διάρκεια για να αρχίσουν οι επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν ξανά. Η εκ νέου πτώση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας το 2015 (αλλά και η στασιμότητα στη βελτίωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος) δεν είναι καλά σημάδια για τη συνέχιση της προσαρμογής και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Αν μη τι άλλο, οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν την ανάγκη σταθερής πλεύσης σύμφωνα με τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής, δεδομένων των καθυστερήσεων της τελευταίας διετίας. Σε κάθε περίπτωση, στα αρχικά στάδια ανάκαμψης δεν αναμένεται ταχεία πτώση της ανεργίας.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η αύξηση της απασχόλησης δεν πρόκειται να προέλθει από την απλή επαναπρόσληψη όσων έχασαν τις δουλειές τους μέχρι τώρα, αλλά κυρίως από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σε νέες δραστηριότητες και με νέες εξειδικεύσεις ή και σε νέες γεωγραφικές περιοχές.
Απαιτούνται, συνεπώς, προγράμματα μαζικής επανακατάρτισης εργαζομένων, σε ευρεία κλίμακα, που συνδέονται με την απασχόληση στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας και όχι με προσφορά πλασματικής απασχόλησης στο δημόσιο ή σε επιδοτούμενες προσωρινά θέσεις εργασίας χωρίς μέλλον και προοπτική.
Σε διαφορετική περίπτωση, η ανεργία θα συνεχίσει να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, επιτείνοντας τα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα.
Απεξάρτηση
Η χώρα ανακάπτοντας πρέπει να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της εξάρτησης της οικονομίας από την πολιτική, που με τη σειρά της δεν αφήνει την οικονομία να αναπτυχθεί δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στο πολιτικό σύστημα. Επείγει η υιοθέτηση πολιτικών ευθύνης που θα αγνοήσουν το κόστος των χρήσιμων για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας αποφάσεων.
• Η πρακτική ταμειακής διαχείρισης του προϋπολογισμού περιορίζει τη ρευστότητα στην αγορά, λόγω των καθυστερήσεων στη διαπραγμάτευση, την ώρα που η επιχειρηματική δράση συνέρχεται αργά από την επιβολή των capital controls και η χρηματοδότηση της οικονομίας συνεχίζει να υποχωρεί, όπως άλλωστε και η αισιοδοξία των καταναλωτών, η απασχόληση στη βιομηχανία και οι παραγγελίες στις εξαγωγές.
Από την άλλη, το αδύναμο ξεκίνημα του τουρισμού τον Ιανουάριο δεν αποτελεί λόγο ανησυχίας και οι εξελίξεις στο οικονομικό κλίμα καταγράφουν μια -κατά μέσο όρο- ελαφριά βελτίωση σε υπηρεσίες, εμπόριο, βιομηχανία και κατασκευές σε ότι αφορά προσδοκίες και απασχόληση.
• Οι ξένοι που ενδιαφέρονται να επενδύσουν στη χώρα μας μέσω συμπράξεων με Έλληνες, εύλογα επιθυμούν και οι Έλληνες συνέταιροι να συνεισφέρουν κεφάλαιο. Πώς, όμως, μπορούν να επενδύσουν με ίσους όρους όταν ένας επιπλέον φόρος (στα μερίσματα) επιβαρύνει, στην πράξη, μόνο τον Έλληνα μέτοχο ειδικά όταν το εγχώριο κεφάλαιο όλων των μεγεθών έχει ήδη πληγεί πολλαπλά Όταν δε είναι πλέον εμφανές ότι πέρα από ένα σημείο, η αύξηση των φόρων δεν αποδίδει τα προσδοκόμενα φορολογικά έσοδα. Όχι μόνο επειδή αυξάνει η φοροδιαφυγή, αλλά κυρίως επειδή εξαφανίζεται η οικονομική δραστηριότητα που δημιουργεί απασχόληση και τροφοδοτεί τα έσοδα του κράτους.
Το παράδειγμα της εξωφρενικά υψηλής φορολόγησης της κινητής τηλεφωνίας δείχνει γλαφυρά πως μια ατμομηχανή επενδύσεων και ανάπτυξης μπορεί να βουλιάζει στην υπερφορολόγηση με αποτέλεσμα ένα φοροσκοπικό κράτος τελικά να χάνει πολλαπλάσια έσοδα.