Ο στόχος του προγράμματος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ μέχρι το 2018 είναι πιθανόν εφικτός, εάν όντως μπει φραγμός στη φοροδιαφυγή και στη συνέχεια μειωθούν δραστικά οι φορολογικοί συντελεστές για να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα και εάν αναπροσαρμοστούν οι παροχές και το μέγεθος του δημόσιου τομέα στις φοροδοτικές δυνατότητες της ιδιωτικής οικονομίας, αναφέρει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο για την οικονομία.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους καλύπτονται πλήρως από το πρωτογενές πλεόνασμα.
Η χώρα επιστρέφει στις αγορές και δανείζεται χρεολύσια €7-10 δισ. ετησίως κατά μέσο όρο μέχρι το 2030. Υπάρχει ένα πρόβλημα συσσώρευσης δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους στην τριετία 2022-2024, που μπορεί, όμως, να εξομαλυνθεί μέσω έκδοσης κατάλληλων χρηματοοικονομικών εργαλείων στην αγορά, έτσι ώστε οι δαπάνες αυτές να ανακατανεμηθούν σε μελλοντικές περιόδους.
Όλα τα υπόλοιπα περί πρόωρης και δραστικής μείωσης του χρέους, για να συνεχίσουμε να ξοδεύουμε με δανεικά, είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτά εντός της Ευρωζώνης. Η αποκατάσταση δημοσιονομικής σταθερότητας σε βιώσιμα επίπεδα είναι μονόδρομος εάν θέλουμε να αποκτήσει ξανά η χώρα πρόσβαση στις αγορές και να διαχειρίζεται μόνη της τις τύχες της.
Οποιαδήποτε άλλη συζήτηση περί δημοσιονομικών στόχων και βιωσιμότητας του χρέους εκφυλίζεται ταχέως σε μία άγονη αντιπαράθεση άνευ νοήματος και χρησιμότητας, με θύμα για μία ακόμη φορά την ομαλότητα στην ελληνική οικονομία.
Η απουσία κατεύθυνσης στην οικονομική συγκυρία δείχνει ότι η οικονομία είναι σε κατάσταση αναμονής. Η οικονομία θα μπορούσε να ανακάμψει, εάν ακολουθηθεί με συνέπεια μία αναπτυξιακή πολιτική με δημοσιονομική πειθαρχία και περιορισμό της φοροεπιδρομής που θα βαθύνει την ύφεση. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν η αβεβαιότητα διατηρηθεί επί μακρόν, η οικονομία μπορεί να καταρρεύσει.
Σύμφωνα με το ΣΕΒ, η εικόνα αναμονής με τάση ελαφριάς αποδυνάμωσης αποτυπώνεται, για άλλη μια φορά, στα στοιχεία του PMI και των λιανικών πωλήσεων, την ώρα που το μισθολογικό κόστος για το σύνολο της οικονομίας και η απασχόληση συνεχίζουν να ενισχύονται.
Το μικρό μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης δεν είναι η αιτία των δεινών της χώρας, όπως η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, η χαμηλή παραγωγικότητα και εξωστρέφεια και, τέλος, η χαμηλή ροπή προς την καινοτομία. Είναι απλά άλλο ένα σύμπτωμα των ευρύτερων πολιτικών επιλογών που έχουν καταστήσει την Ελλάδα εχθρική προς οργανωμένες παραγωγικές επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους, μαζί με τις αλυσίδες αξίας που χτίζονται γύρω τους και που περιλαμβάνουν μικρές επιχειρήσεις αυξημένης ανταγωνιστικότητας.
Το ζητούμενο δεν είναι η εξαΰλωση των μικρότερων επιχειρήσεων, αλλά να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μεγαλύτερων -κυρίως μεταποιητικών- επιχειρήσεων που θα επαναφέρουν την ισορροπία στο μίγμα μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων και τη συνολική ποιοτική αναβάθμιση του μίγματος. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα δημιουργήσει τις θέσεις εργασίας «που λείπουν» από τη χώρα, αλλά είναι και προϋπόθεση να αντιμετωπιστεί η «ιδιαιτερότητα» της ελληνικής οικονομίας.
Μέτρα όπως η εκλογίκευση της φορολόγησης της παραγωγικής μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και του κόστους ενέργειας για την παραγωγή δεν αρκούν πλέον για να διορθωθεί η ζημιά που έχει επιφέρει στην Ελλάδα η αποτυχία της πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών.
Ένα New Deal με φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις και έργα υποδομών, που θα υλοποιήσει ο ιδιωτικός τομέας, είναι πλέον αυτό που χρειαζόμαστε για την επανεκκίνηση της οικονομίας, τονίζει ο ΣΕΒ.