Του Ανέστη Ντόκα
Μειώθηκε κατά 2,56 δισ. ευρώ, μέσα σε 3 μήνες, ο συνολικός δανεισμός των 235 εισηγμένων σε σύγκριση με το δανεισμό που εμφάνιζαν στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Την ίδια χρονική στιγμή, οι 10 εισηγμένες με τα υψηλότερα ταμειακά διαθέσιμα εμφανίζουν άθροισμα μετρητών ύψους 1,844 δισ. ευρώ. Οι δύο διαφορετικές εικόνες που προκύπτουν από την αξιολόγηση του ενδέκατου, κατά σειρά, ζημιογόνου τριμήνου στο χρηματιστήριο, μας οδηγούν στα εξής συμπεράσματα: Kατ’ αρχάς όλες οι εταιρείες, είτε υπερδανεισμένες είτε υγιείς είτε στα όρια της πτώχευσης, κατέβαλαν τους τρεις πρώτους μήνες του 2014 προσπάθειες να μειώσουν τα δάνειά τους. Τα βάρη του δανεισμού δεν μπορούν να μεταφέρονται αιωνίως και μάλιστα ενώ έχουν προηγηθεί έξι υφεσιακά χρόνια.
Με απλά λόγια, μία εταιρεία δεν αντέχει για περισσότερα από 7 χρόνια (όσο διαρκεί ο οικονομικός κύκλος ανόδου ή ύφεσης) να δουλεύει μόνο για τις τράπεζες, αφήνοντας χωρίς κέρδος τους μετόχους της και αγκομαχώντας κάθε μήνα να αποπληρώσει τους εργαζομένους της και τους πιστωτές της. Πρέπει να επανακάμψει, διαφορετικά θα ακολουθήσει άλλες επώδυνες λύσεις (μετοχοποίηση δανείων, αλλαγή διοίκησης, απορρόφηση ή πώληση από ανταγωνιστές ή hedge funds).
Οι ισχυρότερες ταμειακά εισηγμένες είναι σχεδόν οι ίδιες από το 2008, οπότε και αρχίζει να είναι αρνητική η ανάπτυξη στην Ελλάδα. Οι συγκεκριμένες εταιρείες ξεχώρισαν από τις υπόλοιπες για ένα λόγο: πρόσεχαν πάντα ο δανεισμός τους να υπερκαλύπτεται από τα ταμειακά τους διαθέσιμα. Η καθαρή θέση αυτών των εταιρειών δεν διαταράχθηκε ούτε τα τελευταία 11 ζημιογόνα τρίμηνα και τώρα είναι σε πλεονεκτική θέση, καθώς αρχίζουν σταδιακά να σταθεροποιούνται οι δείκτες της οικονομίας. Ωστόσο, για την πλειοψηφία των εισηγμένων (πάνω από 120 εταιρείες) η οικονομική τους κατάσταση παραμένει κρίσιμη και για τις 32 από αυτές είναι έως και επισφαλής. Σε μια εσωτερική αγορά που είναι καταδικασμένη να συρρικνώνεται και σε μια οικονομία που το κόστος χρήματος παραμένει υψηλό, η μείωση του εσωτερικού κόστους λειτουργίας της επιχείρησης είναι κανόνας επιβίωσης.
Εδώ ίσως ο χρόνος αναμονής να είναι πολύ μεγαλύτερος, ωστόσο το στοιχείο της προσδοκίας υπάρχει πλέον και έχει αρχίσει να κεφαλαιοποιείται κατά περίπτωση.