Του ΑΝΕΣΤΗ ΝΤΟΚΑ
Η ικανότητα κάθε επιχείρησης να εισπράττει και να διατηρεί μετρητά στα ταμεία της για να μπορεί να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις της σε προμηθευτές, πιστωτές και εργαζομένους, αποτελεί θέμα υψίστης προτεραιότητας το 2016 για τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας. Η ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων και η επιβίωσή τους σ’ αυτό το τοξικό περιβάλλον που έχει δημιουργήσει η πολυετής ύφεση θα εξαρτηθεί αποκλειστικά και μόνο από τη διατήρηση των ταμειακών ροών σε επαρκή επίπεδα. Η ακαμψία της κυβέρνησης να ολοκληρώσει την αξιολόγηση έχει οδηγήσει σε απόγνωση δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικά και τα οικονομικά στοιχεία των 219 εισηγμένων για το 2015 όπου παρατηρήθηκε μείωση των ταμειακών διαθεσίμων κατά 500 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2015. Παρά το γεγονός ότι οι εισηγμένες μείωσαν τα μετρητά που είχαν στα ταμεία τους για να εξυπηρετήσουν τις δανειακές υποχρεώσεις τους, ο συνολικός καθαρός δανεισμός (σύνολο βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου δανεισμού-ταμειακά διαθέσιμα) αυξήθηκε στα 23 δισ. ευρώ από 22,5 δισ. ευρώ τη χρήση του 2014. Βέβαια θα πρέπει να τονίσουμε ότι η εικόνα στις εισηγμένες είναι άσχημη, γιατί οι περισσότερες εταιρείες δεν έχουν προχωρήσει στην αναδιάρθρωση του δανεισμού τους, ενώ πολλές εξ αυτών έχουν καταστεί «εταιρείες-ζόμπι» χωρίς δραστηριότητα και χωρίς ελπίδα για πιθανή ανάκαμψη στο μέλλον.
Συγκεκριμένα, από το σύνολο των 219 εισηγμένων οι 83 (ποσοστό 37,89% ή σχεδόν 1 στις 3) παραμένουν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς. Δηλαδή είτε είναι στην κατηγορία της επιτήρησης (35 εισηγμένες) που σημαίνει ότι οι ζημίες τους είναι μεγαλύτερες από το 30% των ιδίων τους κεφαλαίων. Είτε είναι στη κατηγορία προς διαγραφή (4), είτε είναι σε αναστολή (33) δηλαδή έχει σταματήσει η διαπραγμάτευση της μετοχής, αφού δεν παρουσιάζουν σημάδια ανάκαμψης. Υπάρχουν επίσης και 11 μετοχές στη χαμηλή διασπορά, οι οποίες δεν έχουν οικονομικό ζήτημα αλλά οι μετοχές έχουν μηδενική εμπορευσιμότητα.
Οπως μάλιστα έδειξαν τα ετήσια αποτελέσματα του 2015 υπάρχουν σήμερα εισηγμένες, οι οποίες στα ταμεία τους στις 31 Δεκεμβρίου 2015 διέθεταν ελάχιστα μετρητά που ξεκινούσαν από τα 19.000 ευρώ και έφθαναν στα 8.000 ευρώ, ενώ υπάρχουν και εταιρείες με μόλις 1.000 ευρώ στα ταμεία τους. Πρακτικά αυτή η εξέλιξη δείχνει ότι οι επιχειρήσεις εξαρτώνται αποκλειστικά από την πιστωτική γραμμή των συνεργαζομένων τραπεζών. Πώς μπορεί όμως μία επιχείριση να συνεχίσει να λειτουργεί ομαλά, όταν δεν είναι σε θέση να πουλά προϊόντα και κυρίως να εισπράττει χρήματα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να ξεπερνά τις 80 και 90 μέρες; Από το 2008 που ξεκινά η ύφεση μέχρι και σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να αντεπεξέλθουν σε όλο και πιο δύσκολες συνθήκες ζήτησης και ρευστότητας. Το 2015 πολλοί πίστεψαν ότι θα είναι η τελευταία δύσκολη χρονιά. Ομως η επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων (capital control) από τις 28 Ιουνίου 2015, προκάλεσε ισχυρές αναταράξεις στις επιχειρήσεις.
Εάν εξαιρέσουμε τους κλάδους ακτοπλοΐας, μεταφορών που ενισχύονται από τον τουρισμό και εκείνους της διύλισης πετρελαίου και χημικών που ευνοούνται από την πτώση του πετρελαίου, οι υπόλοιποι κλάδοι καταποντίστηκαν. Οι εταιρείες αναγκάζονται να δραστηριοποιούνται σ’ ένα περιβάλλον που θυμίζει κινούμενη άμμο. Με την αύξηση της φορολογίας στα κέρδη και στα μερίσματα που καθιστά την Ελλάδα να έχει τον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή 39,65% στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη και τους καταναλωτές να έχουν απολέσει την αγοραστική τους δύναμη, διαμορφώνεται ένα ιδιαίτερα ζοφερό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το τελευταίο τρίμηνο του 2015 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος) οι εμποροβιομηχανικές εισηγμένες έδειξαν ζημίες 217 εκατ. ευρώ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι και το πρώτο τρίμηνο του 2016 εξελίχθηκε αρνητικά για τις εταιρείες, αφού οι περισσότερες προσπαθούν απλώς να περιορίσουν τις δαπάνες τους. Δεν επενδύουν, δεν ενδιαφέρονται για νέες αγορές, δεν ανοίγουν θέσεις εργασίες. Εχουν στρέψει τη δραστηριότητά τους στις ταμειακές ροές, διατηρώντας τα μερίδια αγοράς και πωλούν τα προϊόντα τους μόνο στους συνεπείς πελάτες τους που έχουν επιλέξει αυστηρά στα χρόνια της ύφεσης.