Η νέα παγκόσμια έρευνα της PwC αποκαλύπτει τη διάσταση απόψεων μεταξύ επενδυτών και διευθύνοντων συμβούλων σε κρίσιμα θέματα όπως είναι τα κίνητρα απόδοσης, η διαθεσιμότητα σημαντικών δεξιοτήτων και η δημιουργία αξίας.
Η μελέτη της PwC’s «Redefining business success in a changing world» που διεξήχθη μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Φεβρουαρίου 2016, συγκέντρωσε τις απόψεις 438 επαγγελματιών του κλάδου επενδύσεων, δηλαδή επαγγελματίες από εταιρείες παροχής υπηρεσιών επενδυτικής τραπεζικής, από οίκους αξιολόγησης αλλά και από θεσμικούς επενδυτές. Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με τις απόψεις 1.400 διευθύνοντων συμβούλων που συμμετείχαν στην πρόσφατη Παγκόσμια Έρευνα της PwC για τους Διευθύνοντες Συμβούλους.
Στα αποτελέσματα της έρευνας φαίνεται ότι περισσότεροι από 7 στους 10 (73%) επενδυτές θεωρούν ότι οι εταιρείες θα πρέπει να εστιάζουν στη δημιουργία αξίας για τους επενδυτές σε σύγκριση με το 16% των διευθύνοντων συμβούλων, ενώ οι τελευταίοι (76%) και οι επαγγελματίες του επενδυτικού κλάδου (63%) πιστεύουν ότι η επιχειρηματική επιτυχία στο μέλλον δεν θα καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από τα κέρδη.
Η έρευνα διαπιστώνει ότι οι θεσμικοί επενδυτές είναι πολύ πιο πιθανό να θεωρούν ότι τα μη επαρκή κίνητρα απόδοσης αποτελούν εμπόδιο στον μετασχηματισμό της εταιρείας από ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι. Πιο συγκεκριμένα, οι μισοί από τους θεσμικούς επενδυτές που συμμετείχαν στην έρευνα (49%) ανησυχούν για αυτό σε αντίθεση με το μόλις 17% των διευθύνοντων συμβούλων. Όσον αφορά τις αμοιβές, οι θεσμικοί επενδυτές με συμμετοχή στα ίδια κεφάλαια θεωρούν ότι τα μη επαρκή κίνητρα απόδοσης είναι ένα αρκετά σημαντικό θέμα.
Σύμφωνα με την PwC, οι διαφορές αυτές φαίνεται να αντανακλούν την ένταση που υπάρχει μεταξύ των εταιρειών και των μετόχων τους καθώς και την επιθυμία των θεσμικών επενδυτών με συμμετοχή στα ίδια κεφάλαια των εταιρειών να εμπλέκονται περισσότερο στον σχεδιασμό της εταιρικής στρατηγικής.
Η Hilary Eastman, διευθύντρια στο τμήμα Investor Engagement της PwC, σχολιάζει: «Από τη συνεργασία μας με την επενδυτική κοινότητα γνωρίζουμε ότι οι επενδυτές τείνουν να είναι σκεπτικοί όσον αφορά τις αμοιβές. Οι εταιρείες έχουν πολύ πιο ξεκάθαρη εικόνα για το πώς αμείβεται η διοίκηση απ’ ό,τι οι επενδυτές, οι οποίοι βρίσκονται εκτός εταιρείας. Οι εταιρείες αυτές ίσως χρειάζεται να προσπαθήσουν περισσότερο να συνδέσουν τις πολιτικές αμοιβών και τους βασικούς δείκτες απόδοσης με τη συνολική στρατηγική και τη διαχείριση κινδύνου, δεδομένου το ότι πολλοί θεσμικοί επενδυτές θεωρούν ότι οι εταιρείες χρειάζεται να αλλάξουν τον τρόπο μέτρησης της ‘επιτυχίας’.
Εναλλακτικά, αν οι εταιρείες θεωρούν ότι υπάρχει αυτή η σύνδεση θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να την κάνουν πιο ξεκάθαρη στους επενδυτές, οι οποίοι θέλουν να δουν μεγαλύτερη συνάφεια γενικότερα στη χρηματοοικονομική πληροφόρηση».
Σχεδόν τα τρία τέταρτα (72%) των διευθύνοντων συμβούλων αντιμετωπίζουν την έλλειψη βασικών δεξιοτήτων ως απειλή για την επιχειρηματική ανάπτυξη σε αντίθεση με το 48% των επαγγελματιών του κλάδου επενδύσεων.
Σύμφωνα με την PwC, η απόκλιση που παρατηρείται μεταξύ των απόψεων των διευθύνοντων συμβούλων και των επαγγελματιών του κλάδου επενδύσεων θα μπορούσε να αποδοθεί σε τρεις αιτίες:
- Χάσμα πληροφόρησης – οι εταιρείες και οι θεσμικοί επενδυτές δυσκολεύονται να συμφωνήσουν στο ποιες πληροφορίες απαιτούνται για τη διαμόρφωση ορθών αποφάσεων
- Χάσμα κατανόησης – οι θεσμικοί επενδυτές και οι διευθύνοντες σύμβουλοι μπορεί με τα ίδια δεδομένα που έχουν στη διάθεσή τους να βγάζουν διαφορετικά συμπεράσματα
- Χάσμα αντίληψης – μπορεί οι θεσμικοί επενδυτές να έχουν στη διάθεσή τους τα δεδομένα αλλά να μην αποδίδουν σε αυτά την ίδια σημασία με τους διευθύνοντες συμβούλους.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν και πολλοί τομείς στους οποίους οι απόψεις των θεσμικών επενδυτών και των διευθύνοντων συμβούλων συγκλίνουν, όπως για παράδειγμα στο ότι αναγνωρίζουν τις ίδιες μεγάλες αγορές – ιδιαίτερα τις ΗΠΑ και την Κίνα– ως αγορές-κλειδιά για τη μελλοντική ανάπτυξη των εταιρειών.
Άλλο σημείο σύγκλισης αποτελεί η διαπίστωση ότι οι μισοί (53%) από τους επαγγελματίες του κλάδου επενδύσεων και τους διευθύνοντες συμβούλους πιστεύουν ότι αποστολή μιας εταιρείας είναι να προσφέρει αξία στους πελάτες της.
Ο αντίκτυπος που μπορεί να έχει η τεχνολογία στις ζωές των θεσμικών επενδυτών και των διευθύνοντων συμβούλων αντανακλάται στην έντονη ανησυχία που εκφράζουν και οι δύο ομάδες για τις ηλεκτρονικές απειλές. Οι έξι στους δέκα επενδυτές και διευθύνοντες συμβούλους εκφράζουν ανησυχίες για τις ηλεκτρονικές απειλές. Οι ανησυχίες αυτές είναι ιδιαίτερα έντονες μεταξύ των θεσμικών επενδυτών (65%).
Η Hilary Eastman, παρατηρεί: «Έχω εκπλαγεί με τη διάσταση των απόψεων την οποία έχει αποκαλύψει η έρευνά μας. Οι επαγγελματίες του κλάδου επενδύσεων, για παράδειγμα, εμφανίζονται πολύ λιγότερο ανήσυχοι για την έλλειψη δεξιοτήτων και τους κινδύνους που αυτή εγκυμονεί για την επιχειρηματική ανάπτυξη.
Οι απαντήσεις των θεσμικών επενδυτών και των αναλυτών υποδεικνύουν μια επιθυμία των επιχειρήσεων να λειτουργούν με πιο κοινωνικά υπεύθυνους τρόπους, μην έχοντας πλέον ως πρώτη προτεραιότητα τη δημιουργία κέρδους. Επίσης, οι διευθύνοντες σύμβουλοι μπορεί να εκπλαγούν διαπιστώνοντας πόση έμφαση δίνουν οι επαγγελματίες του κλάδου επενδύσεων σε θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος που σχετίζονται με το περιβάλλον και την κοινωνία.
Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι απόψεις των διευθύνοντων συμβούλων και των επαγγελματιών του κλάδου επενδύσεων συγκλίνουν σε μια σειρά θεμάτων. Για παράδειγμα, και οι δύο ομάδες αναγνωρίζουν τις ίδιες μεγάλες αγορές –ιδιαίτερα τις ΗΠΑ και την Κίνα– ως αγορές-κλειδιά για τη μελλοντική ανάπτυξη των εταιρειών. Έχει επίσης ενδιαφέρον το γεγονός ότι και οι δύο ομάδες αντιμετωπίζουν τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις δημογραφικές αλλαγές ως τις δύο σημαντικότερες παγκόσμιες τάσεις που είναι πιθανότερο να μεταμορφώσουν τις προσδοκίες των επενδυτών από τις επιχειρήσεις μέσα στην επόμενη πενταετία».
Ο Richard Sexton, Αντιπρόεδρος του κλάδου ελεγκτικών υπηρεσιών στο παγκόσμιο δίκτυο της PwC, προσθέτει: «Τα αποτελέσματα δείχνουν σε ποιους τομείς συμφωνούν και σε ποιους διαφωνούν η επενδυτική κοινότητα και οι ηγέτες επιχειρήσεων. Εμείς, λοιπόν, ενθαρρύνουμε και τις δύο πλευρές να δεσμευτούν για μια πιο ανοιχτή και διαρκή συνεργασία για το αμοιβαίο τους συμφέρον.
Είμαι πεπεισμένος ότι αυτά τα ευρήματα και τα συμπεράσματα της έρευνας μπορούν να ενισχύσουν τη συνεργασία των εταιρειών με την επενδυτική κοινότητα βοηθώντας την να κατανοήσει τους επενδυτικούς τους στόχους και επικοινωνώντας μαζί της πιο αποτελεσματικά».