Πρωταθλήτρια και στη φορολογία του καπνού είναι η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά τις διαδοχικές μεταβολές των συντελεστών, που έχουν αλλάξει τη δομή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης από αναλογικό σε πάγιο και έχουν οδηγήσει σημαντικό τμήμα της πραγματικής κατανάλωσης όλο και περισσότερο στα λαθραία τσιγάρα.
Αυτό είναι το συμπέρασμα έρευνας του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, που παρουσιάστηκε το μεσημέρι. Σύμφωνα με αυτή, ο ελάχιστος φόρος αυξήθηκε μέσα σε τρία χρόνια κατά 67%, ο πάγιος κατά 1352%, και ο αναλογικός μειώθηκε κατά 63%, με αποτέλεσμα ο συνολικός φόρος να αυξήθηκε κατά 19,6%.
Αποτέλεσμα αυτού, είναι η χώρα μας να έχει το υψηλότερο ποσοστό συνολικού φόρου στην Ε.Ε. (87,5%) και το δεύτερο υψηλότερο συντελεστή Ε.Φ.Κ. (68,75%) μετά το Ηνωμένο Βασίλειο.
Όλα αυτά, υποστηρίζουν οι ερευνητές του ΚΕΠΕ, μείωσαν τη διαφορά της τιμής μεταξύ φθηνών και ακριβών τσιγάρων, αλλά ταυτόχρονα, αύξησαν την τιμή μεταξύ φθηνών και λαθραίων. Πολύ απλά, η μέση τιμή των φθηνών τσιγάρων αυξήθηκε κατά 45,4%, έναντι 18,1% των ακριβών. Κι αυτό, γιατί η κατακόρυφη αύξηση του πάγιου στοιχείου του φόρου αύξησε τη φορολογική επιβάρυνση στα φθηνά τσιγάρα και τη μείωσε στα ακριβά, ενώ η αύξηση του ελάχιστου ΕΦΚ επιβάρυνε μόνο τα φθηνά.
Έτσι, το... μερίδιο των λαθραίων τσιγάρων αυξήθηκε από το 3% το 2009, σε πάνω από 20% την περυσινή χρονιά, με αρνητική επίπτωση στα έσοδα από ΕΦΚ και ΦΠΑ. Η έρευνα σημειώνει ότι μια πρόσθετη αύξηση του φόρου αναμένεται να προκαλέσει μείωση των φορολογικών εσόδων.
Οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν ότι «χρειάζεται να αναθεωρηθεί η διάρθρωση του φορολογικού σχήματος παρά ο συνολικός φόρος αυτός καθ εαυτός, ως ποσοστό επί της Μέσης Σταθμισμένης Λιανικής Τιμής. Με άλλα λόγια, δεν έχει τόσο σημασία εάν αυξηθεί ή μειωθεί κατά τι ο συνολικός φόρος, αλλά ποιο κομμάτι του φόρου θα αλλάξει».
Η μελέτη χαρακτηρίζει το θέμα «ιδιαιτέρως σοβαρό» και τονίζει ότι «απαιτείται η συνεχής επανεξέταση της αποτελεσματικότητας της υιοθετούμενης φορολογικής πολιτικής βάσει της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης και της εκτιμούμενης έκτασης του λαθρεμπορίου. Ένας συνδυασμός πολιτικής, που θα περιέχει αναπροσαρμογή των φορολογικών συντελεστών, και ιδιαίτερα του ελάχιστου ΕΦΚ, σε επίπεδα που θα μπορέσουν να καταστήσουν τη φορολογική πολιτική πιο αποτελεσματική σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση των ελέγχων για την πάταξη του λαθρεμπορίου».