Η παγκόσμια έρευνα της Grant Thornton σε επιχειρήσεις 36 οικονομιών αποκαλύπτει αύξηση του ποσοστού των επιχειρήσεων που αναμένουν ενίσχυση των εσόδων τους κατά τους επόμενους 12 μήνες. Αντιθέτως, η αύξηση των προσδοκιών για εξαγωγές παραμένει παγκοσμίως αργή, υποδηλώνοντας ότι τα έσοδα εξαρτώνται από την εγχώρια αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Η δύναμη αυτή απειλείται, όμως, πλέον από τη μεγάλη πολιτική αστάθεια, την ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου και τα λίγα σχέδια για μισθολογικές αυξήσεις. Ωστόσο, η τελευταία έρευνα International Business Report (IBR) της Grant Thornton, διαπιστώνει ότι με την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού να αποτελεί σημαντικό εμπόδιο, το πάγωμα των μισθών μάλλον δε θα διαρκέσει πολύ.
Η IBR δείχνει ότι οι επιχειρήσεις παγκοσμίως σημειώνουν, στο 2ο τρίμηνο του 2016, αυξημένες προσδοκίες για αύξηση εσόδων (46%, +11 ποσοστιαίες μονάδες), τιμών πώλησης (21%, +4 π.μ.) και κερδοφορίας (36%, +6 π.μ.) για τους επόμενους 12 μήνες.
Παρ’ όλα αυτά, τα σχέδια για εξαγωγές δεν ακολουθούν την ίδια πορεία. Η ανάπτυξη των προσδοκιών για εξαγωγές, για το επόμενο έτος, εξακολουθεί να παραμένει παγκοσμίως αδύναμη (15%, +2 π.μ.), ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική (18%, +1 π.μ.), στη Βόρεια Αμερική (9%, +1 π.μ.) και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (20%, - 2 π.μ.). Ταυτόχρονα, οι προσδοκίες των επιχειρηματιών για μισθολογικές αυξήσεις άνω του πληθωρισμού, έχουν μειωθεί παγκοσμίως κατά το 2ο τρίμηνο (15%, -4 π.μ.), με τις μεγαλύτερες πτώσεις να σημειώνονται στη Λατινική Αμερική (6%, -6 π.μ.), στη Βόρεια Αμερική (19%, -1 π.μ.) και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (16%, -9 π.μ.).
Σταθερά απαισιόδοξοι για τους τελευταίους 12 μήνες εμφανίζονται οι Έλληνες επιχειρηματίες με το καθαρό ποσοστό αισιοδοξίας να ανέρχεται στο -50%, μόλις 1% περισσότερο αισιόδοξοι από τους Ιάπωνες, οι οποίοι με ποσοστό -51% βρίσκονται στην τελευταία θέση της λίστας, για το 2ο τρίμηνο του 2016.
Η οικονομική αβεβαιότητα εξακολουθεί να επηρεάζει στο μέγιστο βαθμό τις Ελληνικές επιχειρήσεις, σημειώνοντας ποσοστό ρεκόρ 86% ως το μεγαλύτερο εμπόδιο για ανάπτυξη στη χώρα μας.
Ακολουθώντας το παγκόσμιο μοντέλο, οι Έλληνες επιχειρηματίες φαίνεται να στηρίζονται κι αυτοί στις εγχώριες καταναλωτικές δαπάνες, αφού το 44% αναμένει αύξηση εσόδων, ενώ μόλις το 24% αναμένει αύξηση των εξαγωγών. Σε ό,τι αφορά στις επενδύσεις, οι Έλληνες επιχειρηματίες εξακολουθούν να αναμένουν αύξηση σε εργοστάσια και μηχανήματα (40%), με τους κανονισμούς & τη γραφειοκρατία (54%), τα ενεργειακά κόστη (42%) και την έλλειψη χρηματοδότησης (40%) να αναφέρονται ως τα σημαντικότερα εμπόδια ανάπτυξης, μετά την οικονομική αβεβαιότητα. Παρά τα παραπάνω εμπόδια, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα συνεχίζουν να επενδύουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών (86%), στην τεχνολογία (78%), στο Μάρκετινγκ (72%) και στην πρόσληψη νέων ταλέντων (56%).
Σχετικά με τους κινδύνους που προέρχονται από την υποδομή ΙΤ, οι Έλληνες επιχειρηματίες δηλώνουν ότι έχουν προβεί στις παρακάτω δράσεις: ανάθεση των λειτουργιών ανάλυσης και διαχείρισης των κινδύνων ΙΤ σε συγκεκριμένο τμήμα, νέο ή υπάρχον (64%), εφαρμογή ηλεκτρονικού συστήματος για ανάλυση και διαχείριση κινδύνων ΙΤ (60%) και εκπαίδευση του προσωπικού σε ηλεκτρονική ανάλυση και διαχείριση κινδύνων ΙΤ (60%). Τέλος, οι επιχειρηματίες στην Ελλάδα δηλώνουν ότι έχουν λάβει τις παρακάτω δράσεις σχετικά με τη βελτίωση της ανθεκτικότητας της οργανωτικής τους δομής: εκπαίδευση προσωπικού σε σύστημα αδιάλειπτης λειτουργίας (63,3%), σχεδίαση και υλοποίηση συστήματος αδιάλειπτης λειτουργίας και διενέργεια ασκήσεων και δοκιμών εφαρμοσιμότητας συστήματος αδιάλειπτης λειτουργίας (και τα δύο 49%).
Ο Βασίλης Καζάς, Managing Partner της Grant Thornton Greece, αναφέρει:
«Σε πολλές περιοχές παρατηρείται να λείπει η σύνδεση μεταξύ προσδοκιών για έσοδα και σχέδια για εξαγωγές. Οι προσδοκίες για εξαγωγές εξακολουθούν να απογοητεύουν, ειδικά στην Ευρώπη και στην Αμερική, επομένως, φαίνεται ότι πολλές επιχειρήσεις εξαρτώνται σε υπερβολικό βαθμό από τις εγχώριες καταναλωτικές δαπάνες, για την ανάπτυξή τους.»
«Πρόσφατα, οι καταναλωτές των αναπτυγμένων οικονομιών συγκεκριμένα, έχουν επωφεληθεί από χαμηλές τιμές στην ενέργεια, ισχυρές ισοτιμίες και χαμηλό πληθωρισμό. Όμως, με την αύξηση των μισθών να επιβραδύνεται, τις τιμές του πετρελαίου να ανακάμπτουν και το κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας, συμπεριλαμβανομένης και της ψήφου του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών ενδέχεται να πληγεί κατά το επόμενο έτος.»
«Πρόκειται για μια επισφαλή κατάσταση για την επιχειρηματική κοινότητα. Η εγχώρια ζήτηση έχει περιορισμένη δύναμη όσον αφορά στην ενίσχυση των εσόδων, ενώ πλέον το διεθνές εμπόριο έχει ζωτική σημασία για την ενδυνάμωση της ανάπτυξης. Είναι σημαντικό για τις επιχειρήσεις να γίνονται συμφωνίες οι οποίες διευκολύνουν το εμπόριο παγκοσμίως. Διαφορετικά, οι επιχειρήσεις μπορεί να γίνονται πολύ εσωστρεφείς και υπερβολικά εξαρτώμενες στις εγχώριες αγορές, πράγμα το οποίο μπορεί να θέσει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξή τους και βιωσιμότητα σε κίνδυνο.»
Η IBR αποκαλύπτει, επίσης, ότι η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού παραμένει το σημαντικότερο εμπόδιο για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων παγκοσμίως (30%, +2 π.μ.). Οι χώρες στην αναπτυγμένη περιοχή Ασίας- Ειρηνικού και στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι ιδιαίτερα προβληματισμένες σχετικά με την έλλειψη αυτή (59%, +15 π.μ. και 34%, +8 π.μ. αντίστοιχα).
Τα συμπεράσματα αυτά καταγράφονται εν μέσω μιας νέας περιόδου αβεβαιότητας που προκλήθηκε από την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο τέλος του Ιουνίου.
Ο Βασίλης Καζάς πρόσθεσε:
«Η τελική επίδραση του “Brexit” στην παγκόσμια επιχειρηματική κοινότητα εξακολουθεί να είναι άγνωστη. Ενώ υπάρχει βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα και μεταβλητότητα της αγοράς, οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν μέτρα για να υποστηρίξουν τη νομισματική και δημοσιονομική σταθερότητα. Οι εταιρείες- μέλη της Grant Thornton βρίσκονται σε επικοινωνία με τους πελάτες τους ώστε να έχουν μια ήρεμη και μελετημένη προσέγγιση, παρακολουθώντας την εξέλιξη της διαδικασίας εξόδου. Προς το παρόν, δεν γνωρίζουμε αρκετά ώστε να ενημερώσουμε τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη και πρέπει να λάβουν σημαντικές αποφάσεις.»
«Όταν σκεφτόμαστε τις απειλές και τις ευκαιρίες που θα μπορούσε να δημιουργήσει το Brexit, και σχεδιάζουμε πώς θα δημιουργήσουμε και θα διασφαλίσουμε αξία, καλό θα ήταν να λάβουμε υπόψη κάθε βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες σε θέματα όπως είναι οι άνθρωποι και τα ταλέντα, οι εξαγωγές, οι εισαγωγές και οι όροι πρόσβασης στην Ενιαία Αγορά, τα εμπορικά πρότυπα και οι κανονισμοί, οι στρατηγικές φιλοδοξίες, η χρηματοδότηση, οι κίνδυνοι, οι λειτουργίες και η διασφάλιση των επενδύσεων. Αυτό θα συμβάλλει στην προστασία εναντίον απροσδόκητων πληγμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.»