Της Δήμητρας Μανιφάβα
Σε 158 εκατ. ευρώ υπολογίζονται οι δαπάνες που εξοικονομούν οι επιχειρήσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κάθε ημέρας μείωσης στις καθυστερήσεις πληρωμών που αφορούν είτε στις συναλλαγές τους με το Δημόσιο είτε με άλλες επιχειρήσεις. Εάν φτάναμε στο ιδανικό, δηλαδή στο μηδενισμό των καθυστερήσεων και την υλοποίηση των πληρωμών εντός των ορίων που υπαγορεύει η νομοθεσία, τότε εκτιμάται ότι θα είχαν αποτραπεί στις χώρες της ΕΕ 41.451 «λουκέτα». Τα συμπεράσματα αυτά περιλαμβάνονται σε έκθεση της Κομισιόν για την αξιολόγηση της κοινοτικής οδηγίας 2011/7/ΕΕ για τις καθυστερήσεις πληρωμών, καθώς αρχικά υπήρχαν σκέψεις για τροποποίησή της. Αν και η οδηγία δεν έχει αποδώσει ακόμη τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, οι Βρυξέλλες αποφάσισαν να δώσουν ακόμη χρόνο για την πλήρη και ορθή εφαρμογή της.
Υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του European Payment Report 2016 που διενεργεί η εταιρεία Intrum Justitia (πρόκειται για σουηδική εταιρεία που δραστηριοποιείται στην είσπραξη οφειλών και στη διαχείριση «κόκκινων» δανείων) το 2016 ο χρόνος αποπληρωμής των οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 115 ημέρες έναντι 49 το 2015. Επίσης έχει αυξηθεί και ο συμβατικός χρόνος πληρωμής, στις 91 ημέρες από 35 πέρυσι.
Η μείωση δε των ημερών στις καθυστερήσεις πληρωμών του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις κατά 13 ημέρες που είχε διαπιστωθεί το 2014 σε σύγκριση με το 2011 αποδίδεται από την Κομισιόν στο γεγονός ότι το δημόσιο έχει περιορίσει λόγω κρίσης τις προμήθειές του και επιπλέον, πολλοί προμηθευτές ζητούν προεξόφληση των παραγγελιών.
Τα βασικά συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει η Κομισιόν από την εφαρμογή της οδηγίας 2011/7/ΕΕ έως τώρα σε όλα τα κράτη-μέλη είναι τα ακόλουθα:
-Η οδηγία έχει αυξήσει την ευαισθητοποίηση για το πρόβλημα των καθυστερήσεων των πληρωμών και έχει θέσει το ζήτημα σε περίοπτη θέση στην πολιτική ατζέντα. Λόγω των ενισχυμένων μέτρων και των νέων απαιτήσεων, ιδίως για τις δημόσιες αρχές, η εφαρμογή της οδηγίας έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον σε επίπεδο κρατών μελών. Σε απάντηση, οι κυβερνητικές αρχές σε ορισμένα κράτη μέλη υιοθετούν διαρθρωτικά και προαιρετικά μέτρα προς στήριξη των διατάξεων της οδηγίας, ώστε να ενισχυθεί η νομοθεσία για τη μεταφορά και να αντιμετωπιστούν ειδικά εθνικά ζητήματα στο πλαίσιο αυτό. Ως εκ τούτου, οι εταιρείες εξοικειώνονται ολοένα και περισσότερο με τους κανόνες που σχετίζονται με τις καθυστερήσεις πληρωμών και τα δικαιώματά τους.
-Η μέση προθεσμία πληρωμής στην ΕΕ μειώνεται με αργούς ρυθμούς τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, από την εξωτερική εκ των υστέρων αξιολόγηση προέκυψε ότι οι δημόσιοι φορείς σε περισσότερα από τα μισά κράτη μέλη δεν συμμορφώνονται ακόμη με την προθεσμία των 30 ημερών που επιβάλλεται από τον νόμο. Σε ορισμένες από τις περιπτώσεις αυτές, καταβάλλονται συμπληρωματικές προσπάθειες και, σύμφωνα με τη γενική τάση, φαίνονται ήδη σημάδια βελτίωσης. Στον ιδιωτικό τομέα με εξαίρεση ορισμένα κράτη μέλη που καταγράφουν στοιχεία με κακές επιδόσεις στον τομέα αυτόν, οι προθεσμίες που προβλέπει η οδηγία φαίνεται να τηρούνται σε γενικές γραμμές.
- Περίπου το ήμισυ όλων των πιστωτών δεν ασκούν τα δικαιώματά τους για απαίτηση τόκων υπερημερίας, αποζημίωση και έξοδα είσπραξης, όπως προβλέπεται από την οδηγία, από φόβο ότι έτσι θα ζημιωθούν οι εμπορικές τους σχέσεις. Από την εξωτερική αξιολόγηση προέκυψε επίσης ότι, για τον ίδιο λόγο, πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να δέχονται μεγάλες προθεσμίες πληρωμής που επιβάλλονται από μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Το στοιχείο αυτό είναι εγγενές στην επιχειρηματική κουλτούρα και δημιουργήθηκε λόγω της διαφορετικής θέσης των επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού, του μεγέθους τους και του επιπέδου της μεταξύ τους εξάρτησης, καθώς και άλλων παραγόντων, όπως οι ιδιαιτερότητες του τομέα της αγοράς.
- Διάφοροι σκόπελοι εμπόδισαν την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας: Όσον αφορά τις δημόσιες αρχές, τα κράτη μέλη που υπάγονται σε προγράμματα προσαρμογής (σ.σ. Όπως η Ελλάδα) στα οποία η έγκαιρη πληρωμή των τρεχόντων τιμολογίων πρέπει να σταθμίζεται έναντι αποπληρωμής συσσωρευμένων χρεών φαίνεται να αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά την τήρηση της οδηγίας. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, επειδή η οδηγία προβλέπει κάποιο βαθμό ευελιξίας σε συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, σε πολλές περιπτώσεις οι μεγαλύτερες εταιρείες εκμεταλλεύονται τη δυνατότητα αυτή, επωφελούμενες από την ισχυρότερη θέση τους στην αγορά, υπαγορεύοντας συχνά καταχρηστικούς συμβατικούς όρους σε μικρότερους προμηθευτές. Επιπλέον, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, σε περίπτωση καθυστερημένης πληρωμής, οι μικρότερες επιχειρήσεις δεν ασκούν τα δικαιώματά τους φοβούμενες ότι με τον τρόπο αυτόν θα ζημιωθεί η εμπορική σχέση. Αυτή η εγγενής ανισορροπία της αγοράς δεν μπορεί να διορθωθεί πλήρως μόνο με νομοθετικά μέτρα και μια πιο συστηματική χρήση ήπιων μέτρων και διαδικασιών εξωδικαστικού συμβιβασμού, όπως η διαμεσολάβηση και οι εναλλακτικοί μηχανισμοί διευθέτησης διαφορών, θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμη.