Έντονη ανησυχία προκαλεί στην αγορά η προγραμματισμένη αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων στα καπνικά προϊόντα με ενστάσεις να διατυπώνονται από διάφορες μεριές. Κύριοι λόγοι φυσικά της ανησυχίας είναι η κάμψη των πωλήσεων αλλά και η άνοδος του παραεμπορίου που αναμένονται να οδηγήσουν αφενός σε συρρίκνωση της αγοράς και «λουκέτα» σε περίπτερα αφετέρου σε «απωλεσθέντα» δημόσια έσοδα.
«Καμπανάκι» από τον ΣΕΒ
Για το 2017, σημειώνει ο ΣΕΒ, προγραμματίζεται η περαιτέρω αύξηση των φόρων των καπνικών προϊόντων, στο υψηλότερο επίπεδο εντός της Ε.Ε., ενώ επιπλέον η φορολογία θα συνδέεται σε μεγαλύτερο βαθμό με την τιμή λιανικής συμπιέζοντας ταυτόχρονα τα αναμενόμενα έσοδα του κράτους από μια ενδεχόμενη μεταστροφή των καταναλωτών σε νόμιμα ή παράνομα φτηνότερα τσιγάρα.
Η εμπειρία από το 2010 δείχνει ότι η στρατηγική αυτή δεν θα αποδώσει, εκτιμά ο ΣΕΒ και αναλύει: Το 2016 τα εκτιμώμενα έσοδα από καπνικά παραμένουν στα επίπεδα του 2009 παρά την έκτοτε αύξηση των φόρων στα καπνικά κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες του κύκλου εργασιών στην αγορά, από το 73% στο 84% της μέσης λιανικής τιμής.
Ειδικά στην περίπτωση των καπνικών, η αύξηση των φόρων οδηγεί σύμφωνα με τον ΣΕΒ σε ταχύτατη διάβρωση της φορολογητέας ύλης, της επίσημης αγοράς και της σημαντικής εγχώριας παραγωγής, καθώς η εναλλακτική των λαθραίων τσιγάρων παραμένει εύκολα προσβάσιμη για τον καταναλωτή.
Την ώρα που τα έσοδα του κράτους από τα καπνικά κινούνται στο ύψος των εσόδων του ΕΝΦΙΑ μια αποτυχία των εισπρακτικών μέτρων του 2017 θα δημιουργήσει ένα δημοσιονομικό κενό που δύσκολα θα μπορέσει να καλυφθεί, καταλήγει ο ΣΕΒ.
Λουκέτα βλέπουν οι περιπτερούχοι
Στο ίδιο μήκος κύματος, υστατη έκκληση προς την κυβέρνηση να παγώσει τη νέα αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καπνικά προϊόντα που αναφέρουν θα οδηγήσει στο δρόμο περισσότερες από 60.000 οικογένειες που απασχολούνται στην καπνική αλυσίδα, απηύθυναν σε κοινή συνέντευξη που πραγματοποίησαν την Πέμπτη 10 Νοεμβρίου στην Αθήνα η Πανελλήνια Ομοσπονδία Μισθωτών Περιπτέρων και η Πανελλήνια Διεπαγγελματική Οργάνωση Ακατέργαστου Καπνού (Πα.Δ.Ο.Α.Κ.).
Όπως τονίστηκε από τους δυο φορείς, με 8 απανωτές αυξήσεις σε έμμεσους φόρους και ΦΠΑ τα τελευταία 7 χρόνια και με τη φορολογία να έχει φτάσει στο ποσοστό-ρεκόρ του 84% της μέσης λιανικής τιμής, τα καπνικά αποτελούν τα προϊόντα που υπόκεινται στη μεγαλύτερη φορολόγηση στη χώρα. Μάλιστα, με τη νέα αύξηση που θα ισχύσει από 1η Ιανουαρίου 2017, η χώρα θα αποκτήσει και την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αφού η φορολογία θα φτάσει στο 90%. «Για κάθε ένα ευρώ λοιπόν που θα πληρώνει ένας καταναλωτής, τα 90 λεπτά θα πηγαίνουν στο κράτος (ΕΦΚ και ΦΠΑ) και μόλις 10 λεπτά σ' όλη την εφοδιαστική αλυσίδα, καλλιεργητές, μεταποιητές, βιομηχανίες, διανομείς, λιανέμποροι», ανέφερε ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας, κ. Θεόδωρος Μάλλιος. Επιπλέον, εξαιτίας της υπέρογκης φορολόγησης τα περιθώρια κέρδους των επαγγελματιών έχουν μειωθεί δραματικά, ενώ ήδη 12.000 σημεία πώλησης στον κλάδο της μικρής λιανικής έχουν κλείσει. Όπως τόνισε ο κ. Μάλλιος, «με δεδομένο ότι τα 2/3 του τζίρου μας βασίζονται στα καπνικά προϊόντα, η νέα αύξηση θα οδηγήσει σε αναπόφευκτο λουκέτο πάνω από τα μισά περίπτερα της χώρας».
Πιέσεις στους καπνοπαραγωγούς
Στο στόχαστρο της υπέρογκης φορολόγησης βρίσκονται όμως και χιλιάδες οικογένειες καπνοπαραγωγών στην ελληνική περιφέρεια, οι οποίες σε συνδυασμό με την κατακόρυφη αύξηση του κόστους παραγωγής αλλά και τις µειωµένες επιδοτήσεις, βρίσκονται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση όπως ανέφερε ο πρόεδρος της Πα.Δ.Ο.Α.Κ., κ. Βασίλης Μελενεκλής, «Ας κατανοήσουν κυβέρνηση και πολιτικά κόμματα ότι με την αύξηση στους φόρους για τα καπνά δεν τιμωρούν τις μεγάλες καπνοβιομηχανίες, αλλά αντιθέτως τιμωρούν τις δεκάδες χιλιάδες αγροτικές οικογένειες που εργάζονται νυχθημερόν στην παραγωγή ελληνικού καπνού, του πιο ποιοτικού παγκοσμίως» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Τα χαμένα δημόσια έσοδα
Παράλληλα, πέρα από τις δυσμενείς κοινωνικές επιπτώσεις, οι δυο φορίες όπως και ο ΣΕΒ τονίζουν πως η υπερφορολόγηση στα καπνικά έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια αναποτελεσματική και, σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα ζημιογόνα για τα δημόσια έσοδα. Μάλιστα, η ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών είχε ομολογήσει πέρυσι στη Βουλή ότι «κάθε φορά που αυξάνουμε τη φορολογία στα καπνικά προϊόντα, χάνουμε περισσότερους φόρους από ό,τι εισπράττουμε». Όπως εξήγησε ο πρόεδρος κ. Μάλλιος, «οι πολίτες, λόγω και της μειωμένης αγοραστικής τους δύναμης, αδυνατούν να ακολουθήσουν τις συνεχείς αυξήσεις στα τσιγάρα με αποτέλεσμα η νόμιμη αγορά να έχει χάσει περίπου το 50% του όγκου της». Επομένως, αντί να έρθουν τα προσδοκώμενα φορολογικά έσοδα των 120 εκ. ευρώ από τη νέα αύξηση του ΕΦΚ στα καπνά, αναμένεται να δημιουργηθεί μια νέα «μαύρη τρύπα» που θα επιτείνει το φαύλο κύκλο ελλειμματικών προϋπολογισμών και της ενίσχυσης της παραοικονομίας.
Μάλιστα για την αντιμετώπιση του ζητήματος της παραοικονομίας και του λαθρεμπορίου έχει ζητηθεί η άμεση και δραστική ενεργοποίηση της Πολιτείας, αφού παρατηρείται μεγάλη έξαρση τα τελευταία χρόνια. Είναι ενδεικτικό ότι η διείσδυση των παράνομων καπνικών στην Ελλάδα από το 3% που ήταν το 2009, ξεπερνά σήμερα το 22%, με τον ευρωπαϊκό μ.ο. να βρίσκεται στο 9,8%. «Συνολικά, η Ελλάδα χάνει ετήσια έσοδα 670 εκατ. ευρώ από το λαθρεμπόριο 4 δισ. λαθραίων τσιγάρων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΙΟΒΕ», συμπλήρωσε ο εκπρόσωπος των Μεταποιητικών Επιχειρήσεων Ακατέργαστου Καπνού κ. Νίκος Τζούμας. «Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την κρισιμότητα του θέματος, στην Ελλάδα δεν έχουν προχωρήσει τα απαραίτητα βήματα τόσο για την αυστηροποίηση των ελέγχων και των ποινών», κατήγγειλε ο κ. Τζούμας.
«Να επικρατήσει η λογική. Στην Ελλάδα έχουμε χορτάσει από βαρύγδουπες εξαγγελίες», ανέφερε ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μισθωτών Περιπτέρων. «Kαλό θα ήταν πριν από οποιαδήποτε σκέψη αύξησης φόρου – σε λογικά πλαίσια βέβαια – να θωρακίσουμε τη νόμιμη αλυσίδα και όχι να καταδικάζουμε σε μαρασμό χιλιάδες μικρομεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις σε έναν από τους πιο εξωστρεφείς κλάδους της χώρας μας! Ζητάμε την ακύρωση του μνημονιακού νόμου που φέρνει τη νέα αύξηση στα καπνικά προϊόντα και την προστασία της νόμιμης αγοράς από τη μάστιγα του λαθρεμπορίου».