Του Ανέστη Ντόκα
Ασφυκτική παραμένει η κατάσταση για τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις που προσφεύγουν στο άρθρο 99, αφού η «ιδιότυπη τετραετής ασυλία» τις μετατρέπει σε «επιχειρηματικά κουφάρια», καθώς οι ιδιοκτήτες τους ενδιαφέρονται περισσότερο για την προσωπική τους επιβίωση και λιγότερο για την ανασύνταξη της εταιρείας.
Ήδη η λίστα των επιχειρήσεων που θέλουν να υπαχθούν στο άρθρο 99 μεγαλώνει καθημερινά, χωρίς να δίνεται λύση, αφού από το 2007 που ξεκίνησε να ισχύει ο συγκεκριμένος νόμος του Πτωχευτικού Κώδικα, λιγότερες από το 4% των εισηγμένων που προσέφυγαν, κατάφεραν να επανακάμψουν.
Ταυτόχρονα, οι συγχωνεύσεις των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες από 17 ανέρχονται πλέον σε 5, αποκάλυψαν συνολικά τον υπερδανεισμό των επιχειρήσεων και την οικονομική κατάσταση των επιχειρηματιών, αφού ανοίχθηκαν λογαριασμοί και έγιναν συγκρίσεις ταμειακών αποθεμάτων σε κάθε τράπεζα. Πάρα πολλοί επιχειρηματίες, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν προσωπική περιουσία στο εξωτερικό και εκλήθησαν το 2013 από τις τράπεζες να επαναπατρίσουν τα κεφάλαια στην Ελλάδα για να διασώσουν τις εταιρείες τους, αρνήθηκαν, αφού η συμφωνία ήταν οι τράπεζες να δώσουν νέα δάνεια, εφόσον ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης κάλυπτε με μετρητά το 60% με 70% των υποχρεώσεων της εταιρείας.
Επίσης, τα στελέχη των τραπεζών πολύ δύσκολα πλέον δίνουν το «πράσινο φως» να δανείσουν μια εταιρεία εάν δεν έχει επιχειρηματικό σχέδιο που να αποδεικνύει ότι μπορεί να επανακάμψει. Πρακτικά αυτό είναι αδύνατο να συμβεί για μια εταιρεία που δυσκολεύεται να βρει ανοιχτή γραμμή πίστωσης, ακόμη και να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της εντός του μηνός σε προμηθευτές και εργαζομένους. Ποια εταιρεία θα προμηθεύσει πρώτες ύλες σε μια επιχείρηση που γνωρίζει ότι παραπαίει οικονομικά και αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις στοιχειώδεις λειτουργίες της;
Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο από την αρχή του χρόνου η προσέλευση επιχειρήσεων σε δικηγορικά γραφεία για να προετοιμάσουν το φάκελο αίτησης για υπαγωγή στο άρθρο 99. Μάλιστα, δεν είναι υπερβολή εάν τονίσουμε ότι τηρείται λίστα αναμονής και συνήθως προηγούνται οι επιχειρήσεις που έχουν εξαντλήσει κάθε διαπραγματευτική ισχύ απέναντι στις πιστώτριες τράπεζες.
Οι επιχειρηματίες που βρίσκονται στα πρόθυρα χρεοκοπίας, αφού αναζήτησαν αγοραστή ή ακόμη και την είσοδο στρατηγικού επενδυτή, έχουν αντιληφθεί ότι το άρθρο 99 είναι το τελευταίο καταφύγιο πριν από την κατάρρευση. Όπως υπογραμμίζουν δικηγορικά γραφεία, «όταν τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 99, το 2007, στόχος ήταν να διασωθούν επιχειρήσεις που πραγματοποιούσαν πωλήσεις και συνέχιζαν τη δραστηριότητά τους, έστω και με σημαντικά δανειακά βάρη». Την τελευταία διετία, προσθέτουν οι ίδιοι νομικοί κύκλοι, «αρχίζουν να συνωστίζονται και προβληματικές επιχειρήσεις, που είχαν αφεθεί στην τύχη τους πριν ξεκινήσει η ύφεση στην Ελλάδα, λόγω αστοχιών του ιδιοκτήτη και οικονομικών ατασθαλιών».
Η υπαγωγή στο άρθρο 99 δεν διασφαλίζει σε καμία περίπτωση ότι η εταιρεία θα μπορέσει να σωθεί από το οικονομικό αδιέξοδο. Απλώς λαμβάνει μια μικρή παράταση (μέγιστος χρόνος τεσσάρων ετών), για να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις, ώστε να ξεπεράσει το φάσμα της χρεοκοπίας. Οι εισαγγελικοί κύκλοι εκφράζουν την άποψη ότι θα πρέπει να συντομευθεί ο χρόνος συνδιαλλαγής της εταιρείας που υπάγεται στο άρθρο 99 με τους πιστωτές της. Να υπογραμμίσουμε ότι η αντίστοιχη διαδικασία του Πτωχευτικού Κώδικα σε Ευρώπη και ΗΠΑ διαρκεί λίγους μήνες, καθώς είναι ξεκάθαρη από την αρχή η βιωσιμότητα της επιχείρησης.