Της Δήμητρας Μανιφάβα
Το κρεοπωλείο της γειτονιάς, το ψαράδικο της γωνίας και τον παραδοσιακό φούρνο εγκαταλείπουν ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές, αναζητώντας χαμηλότερες τιμές στο σούπερ μάρκετ. Την τάση αυτή πέρα από τα στοιχεία για τον αριθμό των μεμονωμένων καταστημάτων τροφίμων που έχουν κλείσει τα τελευταία χρόνια έρχονται να επιβεβαιώσουν και τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τον τζίρο στο λιανεμπόριο.
Σύμφωνα λοιπόν με όσα ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ ο δείκτης κύκλου εργασιών στα μεμονωμένα καταστήματα τροφίμων υποχώρησε τον Ιανουάριο του 2017 κατά 10,7% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2016. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η υποχώρηση του δείκτη όγκου πωλήσεων, κατά 11,7% σε ετήσια βάση. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, όπως επισημαίνουν αρμόδια στελέχη της ΕΛΣΤΑΤ ότι η μείωση του τζίρου σε αυτή την κατηγορία καταστημάτων ήταν μεγαλύτερη και από την αναμενόμενη, ένδειξη της επιτάχυνσης της συγκέντρωσης που επιτελείται στον κλάδο.
Την ίδια ώρα -αν και η τάση που καταγράφεται από την ΕΛΣΤΑΤ δεν επιβεβαιώνεται από τις εταιρείες ερευνών αγοράς και από τους ίδιους τους λιανεμπόρους και προμηθευτές- τα σούπερ μάρκετ εμφανίζονται με αύξηση του κύκλου εργασιών τους κατά 3,1% τον Ιανουάριο του 2017 σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2016 και επίσης με αύξηση του δείκτη όγκου κατά 2,3% το ίδιο διάστημα. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο τζίρος που πραγματοποιούν τα μεμονωμένα καταστήματα τροφίμων αντιστοιχούν περίπου στο 17% του συνολικού τζίρου των καταστημάτων διατροφής.
Η συγκέντρωση στον κλάδο υπό την έννοια ότι τα σούπερ μάρκετ αποσπούν μερίδιο από την επιχειρηματική δραστηριότητα όχι άλλων αλυσίδων αλλά μεμονωμένων καταστημάτων έχει ξεκινήσει, ελέω οικονομικής κρίσης, ήδη από το 2010. Από τότε ο αριθμός των μεμονωμένων καταστημάτων βαίνει μειούμενος και σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI από 6.394 μεμονωμένα καταστήματα τροφίμων το 2010, είχαν μείνει το 2015 4.723, λιγότερα δηλαδή κατά 26%.
Η «πίτα» από τα μεμονωμένα καταστήματα τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης και του κλάδου εστίασης, που διεκδικούν τα σούπερ μάρκετ υπολογίζεται από το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Ειδών (ΙΕΛΚΑ) σε 12,7 δισ. ευρώ.