Της Δήμητρας Μανιφάβα
Περιορισμένη είναι η απειλή που νιώθουν οι τουρκικές εταιρείες ιχθυοκαλλιεργειών από την αναμενόμενη αύξηση της παραγωγής, καθώς την ίδια ώρα αυξάνεται διαρκώς η ζήτηση σε τσιπούρα και λαβράκι στις ΗΠΑ, καθώς και σε πολλές αγορές της Μέσης Ανατολής και της Ασίας. Τούτο θα μπορούσε, βεβαίως, να αποτελεί πλεονέκτημα και για τις ελληνικές εταιρείες του κλάδου, όμως τα προβλήματα που αντιμετώπισαν την προηγούμενη περίοδο και που τώρα βρίσκονται πλέον σε φάση επίλυσης, δεν τους επιτρέπει ακόμη να επιτύχουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Άλλωστε τόσο η “Νηρεύς” όσο και η “Σελόντα” τελούν εν αναμονή των αποφάσεων των τραπεζών, των βασικών μετόχων τους δηλαδή, για την τύχη των δύο εταιρειών.
Έτσι, λοιπόν, οι περισσότερες τουρκικές εταιρείες όχι μόνο δεν θα περιορίσουν την παραγωγή τους για να διατηρήσουν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα αλλά σχεδόν όλοι οι μεγάλοι “παίκτες” του κλάδου σχεδιάζουν σημαντική αύξηση αυτής. Σύμφωνα με το εξειδικευμένο site Undercurrent News η εταιρεία Camli (μέλος του Yasar Group Holding) που το 2016 η παραγωγή της σε λαβράκι έφτασε τους 7.000 τόνους, σκοπεύει για τα επόμενα τρία χρόνια να διαμορφώσει την παραγωγή της σε τσιπούρα και λαβράκι σε 13.000 τόνους ετησίως. Η εταιρεία Kilic, η οποία σημειωτέον φέρεται να έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον και για την εξαγορά ελληνικών εταιρειών του κλάδου των ιχθυοκαλλιεργειών, σκοπεύει το 2017 να παράξει 45.000 τόνους λαβρακίου και τσιπούρας, ενώ αύξηση της παραγωγής της στα δύο αυτά είδη, καθώς και σε κατεψυγμένα προϊόντα σχεδιάζει και η εταιρεία Gumusdoga Seafood. Η παραγωγή της τελευταίας σε τσιπούρα και λαβράκι ανήλθε σε 15.000 τόνους το 2016 και στόχος της είναι να την αυξήσει φέτος στους 20.000 τόνους. Από τους 8.500 τόνους το 2016 σχεδιάζει να αυξήσει την παραγωγή της σε 10.000 τόνους η εταιρεία Noordzee, μέσω επενδύσεων στην επέκταση των ιχθυοκαλλιεργητικών της σταθμών. Η Akuvatur που θεωρείται μικρός παραγωγός premium προϊόντων προτίθεται να αυξήσει την παραγωγή της κατά 30% έως το 2018. Σήμερα η ετήσια παραγωγή της εταιρείας ανέρχεται σε 1.000 τόνους. Τέλος, η Sagun, που αποτελείται από 6 εταιρείες και διαθέτει 8 σταθμούς παραγωγής, μετά και τις πρόσφατες εξαγορές που έκανε αναμένεται να αυξήσει την παραγωγή της φέτος στους 15.000 τόνους από 6.000 τόνους το 2016.
Ο ανταγωνισμός που δέχονται τα ελληνικά ψάρια από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου δεν είναι τωρινός. Εμφανίστηκε εδώ και λίγα χρόνια και εντείνεται διαρκώς. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ) το 2015 οι ελληνικές εξαγωγές τσιπούρας και λαβρακίου υποχώρησαν κατά 3% σε σχέση με το 2014. Σε αρκετές, μάλιστα, από τις παραδοσιακές αγορές για τα ελληνικά ψάρια, οι εξαγωγές της Ελλάδας υποχώρησαν και αντιθέτως αυξήθηκαν τα μερίδια των τουρκικών ψαριών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΘ, αν και οι συνολικές εισαγωγές τσιπούρας στην Ιταλία (σ.σ.αντιπροσωπεύει το 50% των ελληνικών εξαγωγών σε τσιπούρα και λαβράκι) αυξήθηκαν κατά 2,5%, οι εισαγωγές από την Ελλάδα μειώθηκαν κατά 9,77%. Στην Ισπανία οι συνολικές εισαγωγές τσιπούρας μειώθηκαν κατά 1,88%, ενώ ειδικά από την Ελλάδα οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 13%. Στη Γαλλία, την τρίτη μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, οι εισαγωγές ελληνικής τσιπούρας υποχώρησαν κατά 10,89%, πολύ περισσότερο δηλαδή από τη συνολική μείωση των εισαγωγών τσιπούρας που παρατηρήθηκε στη χώρα (4,84%).