Της Δήμητρας Μανιφάβα
Εντονότερη από κάθε άλλη φορά είναι η αίσθηση της διαφθοράς στην Ελλάδα, καθώς πλέον το 81% των στελεχών επιχειρήσεων στη χώρα μας έχει αυτή την αντίληψη. Το υψηλότατο αυτό ποσοστό φέρνει την Ελλάδα στην τρίτη θέση μεταξύ 41 χωρών στις οποίες πραγματοποιήθηκε η έρευνα της ΕΥ για τα θέματα απάτης, με πρώτη την Ουκρανία (88%) και δεύτερη την Κύπρο (82%). Αξίζει να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είχε μειωθεί τα τελευταία χρόνια και τώρα για πρώτη φορά εκτοξεύεται σε αυτά τα ύψη. Ειδικότερα, στην ενδιάμεση έρευνα του 2014 ήταν 71%, στην έρευνα του 2015 69% και το 2016 62%.
Με την επίδοση αυτή η Ελλάδα κατατάσσεται πάνω από χώρες, όπως η Κένυα (79%), η Ινδία (78%), η Αίγυπτος (75%) και η Νιγηρία (73%). Η επίδοση αυτή σε ευρωπαϊκό επίπεδο συγκρίνεται μόνο με της Σλοβακίας (81%), της Κροατίας (79%) και της Ουγγαρίας (78%). Είναι αξιοσημείωτο, δε, ότι στη γειτονιά μας, η Βουλγαρία, με 68%, και η Τουρκία, με 67%, είναι αρκετά χαμηλότερα από την Ελλάδα, ενώ η Ρουμανία, με 31%, κινείται σε δυτικοευρωπαϊκά επίπεδα.
Σημαντικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι το 58% του συνόλου του δείγματος και το 63% των Ελλήνων θεωρούν τους χαμηλότερους από τους αναμενόμενους ρυθμούς ανάπτυξης στη χώρα τους ως τη μεγαλύτερη απειλή για την ανάπτυξη ή την επιτυχία της επιχείρησής τους.
Τα επιμέρους στοιχεία της έρευνας είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικά για τις αντιλήψεις που επικρατούν στην Ελλάδα και που στην ουσία δείχνουν μια ανοχή στη διαφθορά και σε φαινόμενα δωροδοκίας.
Για παράδειγμα το 17% των ερωτηθέντων στην περιοχή ΕΜΕΙΑ (Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Αφρική και Ινδία) και ένα στα τρία μέλη διοικητικών συμβουλίων και ανωτέρων διευθυντικών στελεχών δηλώνουν πρόθυμα να δωροδοκήσουν με μετρητά για να εξασφαλίσουν ή να διατηρήσουν μια εμπορική συμφωνία που θα βοηθήσει την επιχείρησή τους να επιβιώσει. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα ήταν πολύ υψηλότερο, 29%.
Επιπλέον, στην περιοχή ΕΜΕΙΑ το 12% δηλώνει ότι έχει παραιτηθεί από τη θέση του για ζητήματα ανήθικης συμπεριφοράς. Στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερο, μόλις 2%. Την ίδια ώρα το 51% των ερωτηθέντων στην περιοχή ΕΜΕΙΑ και πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στην Ελλάδα, 72%, δηλώνουν ότι δεν θα επέλεγαν την παραίτηση για ζητήματα ηθικής. Το 37% στην περιοχή ΕΜΕΙΑ και το 27% στην Ελλάδα απάντησαν ότι σκέφτηκαν μεν την παραίτηση, παρέμειναν δε στην επιχείρηση.
Την ίδια ώρα, βεβαίως, παρατηρείται για μια ακόμη φορά αντίφαση στις απαντήσεις. Ενώ τα προηγούμενα αποτελέσματα δείχνουν στην ουσία ανοχή στη διαφορά, την απάτη και τη δωροδοκία και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στις άλλες χώρες, οι Έλληνες εμφανίζονται και πιο «τιμωρητικοί». Το 77% στο σύνολο της έρευνας και το 79% στην Ελλάδα αποδέχονται την ανάγκη για ποινικές διώξεις των εμπλεκόμενων στελεχών ως απαραίρτηση προϋπόθεση για την αποτροπή μελλοντικών φαινομένων απάτης, διαφθοράς και δωροδοκίας. Παρά το γεγονός ότι οι ειδικές τηλεφωνικές γραμμές καταγγελιών φαινομένων διαφθοράς (whistleblowing hotline) θεωρούνται πλέον σημαντικό μέρος του προγράμματος συμμόρφωσης μιας εταιρείας, μόνο το 21% των ερωτηθέντων στην περιοχή EMEIA και το 22% στην Ελλάδα γνωρίζουν ότι η εταιρεία τους διαθέτει αυτό το μέσο.
Το γεγονός ότι αποδεχόμαστε την τιμωρία κυρίως στη...θεωρία φαίνεται και από το εξής στοιχείο. Στην ερώτηση για τους παράγοντες εκείνους που θα απέτρεπαν τα στελέχη να καταγγείλουν περιστατικά απάτης, δωροδοκίας ή διαφθοράς το 46% στην περιοχή ΕΜΕΙΑ είναι ο φόβος για την προσωπική ασφάλεια, έναντι 53% στην Ελλάδα, η ανησυχία για την εξέλιξη τους στην εταιρεία (40% έναντι 42% στην Ελλάδα) ή σε άλλη εταιρεία στο μέλλον (27% έναντι 28% στην Ελλάδα). Η αλληλεγγύη στους συναδέλφους δεν φαίνεται να συγκινεί τους Έλληνες (το 18% το θεωρεί λόγο μη καταγγελίας έναντι 30% στην περιοχή ΕΜΕΙΑ) ούτε όμως και η αφοσίωση στην επιχείρηση (19% στην Ελλάδα έναντι 25% στην περιοχή ΕΜΕΙΑ).
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ένας στους πέντε Έλληνες του δείγματος – και ένας στους τέσσερις στην περιοχή EMEIA – αναφέρουν ότι έχουν δεχτεί εσωτερικές πιέσεις ώστε να μην αποκαλύψουν πληροφορίες ή ανησυχίες σχετικά με φαινόμενα ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Τα στελέχη που μετείχαν στην έρευνα ανησυχούν για την εξάπλωση των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο. Το 59% (61% για την Ελλάδα) πιστεύει ότι η εταιρεία του θα έπρεπε να έχει ένα ισχυρό σχέδιο αντίδρασης, ενώ μόνο το 37% (50% για την Ελλάδα) εκτιμά ότι η εταιρεία του διαθέτει ήδη ένα τέτοιο σχέδιο. Δεν είναι σαφές αν το σχετικά υψηλό ποσοστό αυτοπεποίθησης των στελεχών στην Ελλάδα αντανακλά τον πραγματικό βαθμό ετοιμότητας των ελληνικών επιχειρήσεων ή αν πρέπει να αποδοθεί σε άγνοια κινδύνου.
Οι προηγούμενες αντιφάσεις δεν είναι οι μοναδικές. Στην έρευνα της ΕΥ αποκαλύπτεται μία ακόμη.
Αν και υπάρχει η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να παρακολουθούν διάφορες πηγές πληροφόρησης για να μειώσουν τον κίνδυνο απάτης, δωροδοκίας και διαφθοράς, οι ερωτηθέντες αντιδρούν στην παρακολούθηση αυτών των μέσων στα πλαίσια της προστασίας της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων. Ειδικότερα, το 75% των ερωτηθέντων στην περιοχή EMEIA και το 69% στην Ελλάδα πιστεύουν ότι οι εταιρείες τους θα πρέπει να παρακολουθούν διάφορες πηγές πληροφόρησης, όπως τα ποινικά μητρώα, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τις τηλεφωνικές συνομιλίες, τις υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων σε πραγματικό χρόνο, και άλλες. Ωστόσο, το 89% στην EMEIA και το 90% στη χώρα μας αισθάνονται ότι η παρακολούθηση τέτοιων δεδομένων θα συνιστούσε παραβίαση της ιδιωτικότητάς τους. Είναι προφανές, λοιπόν, πως παρόμοια συστήματα παρακολούθησης προϋποθέτουν, με τη σειρά τους, τις κατάλληλες διαδικασίες και εργαλεία ελέγχου και, κυρίως, τη σαφή δέσμευση της διοίκησης σε ηθικούς κανόνες.