Στην υλοποίηση επενδύσεων 20 εκατ. ευρώ τη διετία 2017-2018 προχωρά η CCHBC στη Ρουμανία. Η εταιρεία, εγκαινίασε νέα γραμμή εμφιάλωσης υψηλής ταχύτητας στο εργοστάσιο που διατηρεί στην Τιμισοάρα.
Η επένδυση ύψους 7 εκατ. ευρώ ξεκίνησε να υλοποιείται τον Νοέμβριο του 2016. Η περίοδος δοκιμής ολοκληρώθηκε στα τέλη Μαΐου του 2017. Όπως αναφέρουν τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, επικαλούμενα δηλώσεις του Jaak Mikkel, Γενικού Διευθυντή της Coca-Cola HBC România, το 2018 θα συνεχίσει τις επενδύσεις σε εθνικό επίπεδο όπου θα φτάσει τα 13 εκατ. ευρώ.
Στο εργοστάσιο της Τιμισιοάρα παράγονται προϊόντα της σειράς Coca-Cola, Fanta, Sprite, Schweppes, Nestea και Joy. Αυτά τα προϊόντα εξυπηρετούν τόσο την αγορά της Ρουμανίας (εκτός από τη Joy) όσο και άλλες αγορές. Πέρυσι ο όγκος πωλήσεων της εταιρείας στην Ρουμανία ενισχύθηκε κατά 9% σε σχέση με το 2015 και οδήγησε προς τα πάνω τις πωλήσεις του ομίλου.
Την ίδια στιγμή η CCHBC συνεχίζει να διερευνά τις ευκαιρίες που υπάρχουν για την ενίσχυση της θέσης της, μέσω εξαγορών. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση αναλυτών για το εάν η εταιρεία εξετάζει εξαγορές, συγχωνεύσεις και γεωγραφική επέκταση των δραστηριοτήτων της, πέραν των 28 χωρών που σήμερα δραστηριοποιείται, τα στελέχη της επιβεβαίωσαν το ενδιαφέρον της εταιρείας για την ανάπτυξή της μέσω εξαγορών υπό την προϋπόθεση ότι αυτές θα είναι στη σωστή τιμή.
Σχετικά με τη γεωγραφική επέκταση διευκρίνισαν ότι αυτό είναι προνόμιο της The Coca-Cola Company και σημείωναν παράλληλα "έχουμε πει πολλές φορές ότι θεωρούμε τον εαυτό μας μια εταιρεία ανάπτυξης. Θα εξετάζαμε την γεωγραφική επέκταση αν ταιριάζει με ένα αναπτυξιακό προφίλ και αν μπορούμε να προσθέσουμε αξία. Και φυσικά, είναι στη σωστή τιμή."
Αναφορά έγινε και στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης που "έτρεξε" ο όμιλος από το 2009, και το οποίο, όπως ειπώθηκε, έχει επαναφέρει τη σταθερή βάση κόστους σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από ό, τι πριν. Η CCHBC διαθέτει 56 εργοστάσια, 30% λιγότερα σε σχέση με το 2008, 264 αποθήκες και κέντρα διανομής, 27% λιγότερα σε σχέση με το 2008 και 271 γραμμές παραγωγής 5% λιγότερες από το 2008.