Της Δήμητρας Μανιφαβα
Πριν από λίγες ημέρες η γνωστή εταιρεία ερευνών αγοράς Nielsen ανακοίνωσε τα αποτελέσματα για την έρευνα καταναλωτικής εμπιστοσύνης που διενεργεί εδώ και χρόνια σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο για το τρίτο τρίμηνο του 2017. Τα στοιχεία δείχνουν θεαματική αύξηση, κατά οχτώ μονάδες, του σχετικού δείκτη στην Ελλάδα σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2017 και διαμόρφωσή του στις 60 μονάδες. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο διαμορφώνεται η καταναλωτική εμπιστοσύνη από το 1ο τρίμηνο του 2015. Τότε είχε φτάσει στις 65 μονάδες, κυρίως λόγω των υψηλών προσδοκιών για το μέλλον της χώρας που είχε προκαλέσει η κυβερνητική αλλαγή.
Η άνοδος του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης το τρίτο τρίμηνο του 2017 δείχνει αναμφίβολα μια βελτίωση, τουλάχιστον της ψυχολογίας των ελληνικών νοικοκυριών, αλλά δεν θα πρέπει να μας ξεγελά. Κι αυτό όχι μόνο διότι το προηγούμενο ρεκόρ (κατά την περίοδο πάντα που η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς μνημονίου) είχε σημειωθεί το δραματικό 2015, μερικούς μήνες πριν τις δραματικές εξελίξεις του καλοκαιριού εκείνης της χρονιάς. Η επανάληψη αυτή του σκηνικού μοιάζει μάλλον με σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Ούτε διότι η καταναλωτική εμπιστοσύνη, ακόμη και ανα αυξήθηκε, απέχει παρασάγγας από τα επίπεδα της προ Μνημονίων εποχής. Ενδεικτικά αρκεί να αναφέρουμε ότι το πρώτο τρίμηνο του 2008 ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα βρισκόταν στις 79 μονάδες.
Τα στοιχεία που μετριάζουν την αισιοδοξία για την αγορά και το τι πρέπει να περιμένουν το εμπόριο και εν γένει οι επιχειρήσεις σε σχέση με τη βελτίωση της καταναλωτικής ζήτησης είναι αυτά που δείχνουν την αλλαγή στη συμπεριφορά, στις αγοραστικές συνήθειες των ελληνικών νοικοκυριών. Σύμφωνα με αυτά, λοιπόν, επτά στους δέκα Έλληνες συνεχίζουν να κάνουν περικοπές στις δαπάνες για την αγορά βασικών προϊόντων, αγοράζοντας λιγότερα και φθηνότερα, επίσης επτά στους δέκα Έλληνες δηλώνουν ότι έχουν μειώσει τα έξοδα για διασκέδαση εκτός σπιτιού, ενώ το 63% λέει πως κάνει περικοπές και στα έξοδα για είδη ένδυσης.
Ας δούμε τι απαντούσαν οι Έλληνες καταναλωτές, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Nielsen, το τρίτο τρίμηνο του 2012, τότε που ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στη χώρας μας είχε καταποντισθεί στις 46 μονάδες. Το 73% δήλωνε και τότε ότι έχει στραφεί σε φθηνότερα καταναλωτικά προϊόντα, το 68% ότι έχει μειώσει τα χρήματα που δαπανά για τη διασκέδαση εκτός σπιτιού, το 60% έλεγε πως ξοδεύει λιγότερα για την αγορά καινούργιων ρούχων.
Με άλλα λόγια, η λιτότητα στην καθημερινότητά μας ήρθε για να μείνει, αρχικά λόγω ανάγκης, αλλά και διότι η κρίση ενίσχυσε την ανύπαρκτη μέχρι πριν λίγα χρόνια καταναλωτική συνείδηση στους Έλληνες. Σε ό,τι αφορά το πρώτο, τα εισοδήματα εξαιρετικά είναι μειωμένα πλέον μετά την πολυετή ύφεση και την εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής. Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι ενώ το διαθέσιμο ακαθάριστο εισόδημα ήταν το β' τρίμηνο του 2007 43,67 δισ. ευρώ το 2010 είχε υποχωρήσει σε 40,02 δισ. ευρώ, το 2012 σε 34,75 δισ. ευρώ ενώ το δεύτερο τρίμηνο του 2017 βρισκόταν στα 29,79 δισ. ευρώ.
Ακόμη δηλαδή και εάν έχει μειωθεί η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια συγκεντρώνει ως ανησυχία χαμηλότερα ποσοστά το 2017 σε σύγκριση με το 2012 (30% έναντι 46%), οι αμοιβές είναι εξαιρετικά χαμηλές και οι θέσεις απασχόλησης συχνά ανήκουν στις λεγόμενες ευέλικτες μορφές.
Βεβαίως, πέραν των χαμηλότερων εισοδημάτων οι Έλληνες έμαθαν μέσα στην κρίση να κάνουν συνεχώς έρευνα αγοράς, συνήθεια που αναμένεται να συνεχισθεί ακόμη και αν βελτιωθεί η οικονομική τους κατάσταση, να δίνουν έμφαση στο value for money και κοιτάζουν περισσότερο το συμφέρον τους.