της Δήμητρας Μανιφάβα
Μεγαλύτερα πρόστιμα αλλά και ποινές φυλάκισης στην παράνομη διακίνηση τσίπουρου και εν γένει αποσταγμάτων προβλέπει το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας που κατατέθηκε χθες στη Βουλή και έχει ως βασικό αντικείμενο τη μη περικοπή των συντάξεων. Με τις ρυθμίσεις αυτές επιχειρείται να ελεγχθεί το λαθρεμπόριο αλκοολούχων ποτών που γιγαντώθηκε τα τελευταία χρόνια. Σε ό,τι αφορά ειδικά το τσίπουρο υπολογίζεται ότι το 80% του προϊόντος που καταναλώνεται σήμερα στη χώρα αποτελεί προϊόν παράνομης παραγωγής και διακίνησης.
Το νομοσχέδιο προβλέπει τα εξής:
- Αυξάνεται από 500 ευρώ που είναι σήμερα σε 3.000 ευρώ το πρόστιμο που επιβάλλεται σε όποιους χωρίς άδεια ή με άδεια της οποίας η ισχύς έχει λήξει, αγοράζουν, εισάγουν από τρίτες χώρες, παραλαμβάνουν από κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πωλούν, κατασκευάζουν ή μεταφέρουν μηχανήματα κατάλληλα για παραγωγή αιθυλικής αλκοόλης και αλκοολούχων προϊόντων, καθώς και σε αυτούς που κατέχουν σφραγισμένα μεν αποστακτικά μηχανήματα, χωρίς όμως να διαθέτουν άδεια κατοχής.
- Τιμωρούνται εφεξής με πρόστιμο 3.000 ευρώ και ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών και όποιοι παράγουν, εισάγουν από τρίτες χώρες, παραλαμβάνουν από κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέχουν, διακινούν ή διαθέτουν στην κατανάλωση αλκοολούχα ποτά τα οποία κρίθηκαν από το Ανώτατο Χημικό Συμβούλιο ως μη ασφαλή – ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση.
- Τα πρόστιμα αυτά και εν γένει οι κυρώσεις επιβάλλονται και σε μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμεροι) που παράγουν, κατέχουν, διακινούν ή διαθέτουν στην κατανάλωση τσίπουρο που κρίθηκε ακατάλληλο.
- Οι επιχειρήσεις λιανικής πώλησης και μαζικής εστίασης που διαθέτουν τσίπουρο διήμερων θα πρέπει να αναρτούν σε εμφανές σημείο πινακίδα με το ονοματεπώνυμο του παραγωγού και το αντίστοιχο λογιστικό στοιχείο.