Η δραστική μείωση της ζήτησης στα έτη που προηγήθηκαν, επέφερε μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις στην αγορά των αλυσίδων καταστημάτων πώλησης ηλεκτρικών οικιακών συσκευών, τόσο στην πλευρά των «εταιρειών» αλυσίδων, όσο και στα δίκτυα των αγοραστικών ομίλων. Κατά τη διετία 2017-2018 η εν λόγω αγορά κατέγραψε σωρευτική αύξηση της τάξης του 14%.
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP, o οποίος επιμελήθηκε της εν λόγω κλαδικής μελέτης, στην εγχώρια αγορά του λιανικού εμπορίου ηλεκτρικών/ηλεκτρονικών οικιακών συσκευών έχει ήδη γίνει διείσδυση μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων του διεθνούς εμπορίου. Τα δίκτυα των οργανωμένων μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων διευρύνθηκαν με έντονο ρυθμό την τελευταία εικοσαετία. Ωστόσο, η βαθειά ύφεση που επικράτησε τα τελευταία έτη, οδήγησε σε διακοπή λειτουργίας αρκετών παραδοσιακών αλυσίδων, ενώ οι μεγάλες αλυσίδες που παραμένουν στην αγορά έχουν προχωρήσει τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια του εξορθολογισμού των δαπανών τους και της γενικότερης εταιρικής αναδιάρθρωσης, σε συγχωνεύσεις καταστημάτων και συρρίκνωση του δικτύου τους. Επίσης, μεγάλες αλλαγές σημειώθηκαν στην πλευρά των αγοραστικών ομίλων και των δικτύων τους, με την «ανάδειξη» ομίλων με νέο εμπορικό σήμα, οι οποίοι όμως απαρτίζονται κυρίως από μέλη που έχουν αποχωρήσει από παλαιότερα σχήματα που διέκοψαν τη λειτουργία τους.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων του εξεταζόμενου κλάδου είναι ιδιαίτερα έντονος. Τόσο η συμπίεση του περιθωρίου κέρδους, όσο και ο «πόλεμος τιμών», σε συνδυασμό με την πολιτική των διευκολύνσεων και προσφορών, είχαν σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω όξυνση του ανταγωνιστικού κλίματος.
Η ζήτηση για τα εξεταζόμενα προϊόντα προέρχεται κατά κύριο λόγο από τρεις βασικές παραμέτρους: την αντικατάσταση λόγω βλαβών και παλαιότητας, τη δημιουργία νέων νοικοκυριών και την εμφάνιση προϊόντων που ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες. Ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τη ζήτηση ηλεκτρικών οικιακών συσκευών είναι ο ρυθμός προσθήκης νέων κατοικιών.
Η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών - Κλαδικών Μελετών της ICAP, σχολίασε σχετικά την εξέλιξη της συγκεκριμένης αγοράς: Το μέγεθος της αγοράς των αλυσίδων καταστημάτων ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών οικιακών συσκευών κινήθηκε καθοδικά το χρονικό διάστημα 2008-2016, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας επιδείνωσης της εγχώριας οικονομίας και της συρρίκνωσης του εισοδήματος των καταναλωτών, καταγράφοντας σωρευτική μείωση της τάξης του 40% τη συγκεκριμένη περίοδο. Ανάκαμψη της αγοράς καταγράφεται από το 2017, το μέγεθος της οποίας αυξήθηκε σωρευτικά κατά 14% περίπου τη διετία 2017-2018.
Όσον αφορά τη σύνθεση των πωλήσεων των αλυσίδων του κλάδου, η εξεταζόμενη αγορά το 2018 αφορούσε κυρίως Λευκές Συσκευές και Κλιματιστικά σε ποσοστό 40% και Μαύρες Συσκευές σε ποσοστό 20%, ενώ η συμμετοχή των Μικροσυσκευών εκτιμάται σε 14%. Η Κινητή και Σταθερή Τηλεφωνία απέσπασε 12% των πωλήσεων, ενώ τα προϊόντα Πληροφορικής το 11%.
Στα πλαίσια της μελέτης συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός επιχειρήσεων του κλάδου βάσει δείγματος ιδιωτικών εταιρειών εκμετάλλευσης αλυσίδων, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμοι ισολογισμοί για την πενταετία 2013-2017. Το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων εμφάνισε σωρευτική αύξηση κατά 7% την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ αντίθετα τα ίδια κεφάλαια μειώθηκαν σωρευτικά κατά 33,2%. Οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις & προβλέψεις αυξήθηκαν σημαντικά την ίδια περίοδο (σωρευτική αύξηση 182,3%), ενώ αρκετά μικρότερη ήταν η αύξηση για τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (10%).
Σύμφωνα πάντα με τα αποτελέσματα της Κλαδικής Μελέτης, οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών εκμετάλλευσης αλυσίδων καταστημάτων ηλεκτρικών/ηλεκτρονικών συσκευών κατέγραψαν σωρευτική αύξηση κατά 22,2% την πενταετία 2013-2017. Το μικτό κέρδος ενισχύθηκε (κατά 13,7%) την ίδια περίοδο, ενώ σημαντικότατη ήταν και η αύξηση για το λειτουργικό αποτέλεσμα. Τέλος, κέρδη (προ φόρου) καταγράφονται την πενταετία 2013-2017, εμφανίζοντας σωρευτική αύξηση της τάξης του 130% τη συγκεκριμένη περίοδο.
Το περιθώριο μικτού κέρδους για το σύνολο των εταιρειών του δείγματος δεν μεταβλήθηκε σημαντικά κατά την περίοδο 2013-2017, ενώ το μέσο περιθώριο καθαρού κέρδους και το περιθώριο EBITDA των εξεταζόμενων εταιρειών του κλάδου ήταν αρνητικά την τελευταία πενταετία.