Οι επενδύσεις αφορούν κυρίως τις παρακάτω αναπτυξιακές δράσεις:
1. Ανάπτυξη δικτύου με καταστήματα νέας γενιάς
2. Εκσυγχρονισμός αποθηκών, δικτύου διανομών, στόλου οχημάτων και λοιπών υποδομών
3. Ψηφιακές τεχνολογίες και ψηφιακά κανάλια διανομών
4. Υλοποίηση υποδομών βιώσιμης ανάπτυξης
5. Εκσυγχρονισμός των υφιστάμενων καταστημάτων για αναβάθμιση της εμπειρίας των καταναλωτών
6. Ανάπτυξη και εκπαίδευση ανθρώπινου δυναμικού
Το πάγιο ενεργητικό των αλυσίδων σουπερμάρκετ στην Ελλάδα την τελευταία 5ετία και παρά τις όποιες αλλαγές έχουν πραγματοποιηθεί αυξήθηκε κατά περίπου 18%, κάτι που μεταφράζεται σε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περί το 3%.
Το 2018 τα πάγια των αλυσίδων σουπερμάρκετ που δημοσιεύουν οικονομικές καταστάσεις ανέρχονται σε 3,8 δις. ευρώ έναντι 3,3 δις. ευρώ το 2012. Η εξέλιξη αυτή είναι αξιοσημείωτη για την Ελληνική Οικονομία η οποία την τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται από αποεπένδυση.
Τα στοιχεία των παγίων των εταιρειών παρουσιάζουν αυξήσεις κάθε χρόνο (οι οποίες ειδικά τα έτη 2016 και 2017 ήταν ιδιαίτερα μεγάλες λόγων των μεταφορών παγίων από τις εξαγορασθείσες εταιρείες στους νέους ομίλους και εταιρείες, ενώ το 2018 υπάρχει σταθεροποίηση). Χαρακτηριστικό είναι ότι ειδικά μετά το 2013 και μέχρι το 2017, η αύξηση των παγίων ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ ανά έτος, ενώ και οι αποσβέσεις των παγίων ανά έτος παρουσιάζουν αύξηση και το 2018 έφτασαν στο ανώτατο σημείο με πάνω από 150 εκατ. ευρώ.
Στον πίνακα 1 έχει εκτιμηθεί η πραγματική μεταβολή μέσω των επενδύσεων για τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού των εταιρειών, ώστε να εξισορροπηθεί η επίδραση των μεταφορών παγίων από εταιρείες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα και να καταγραφεί η πραγματική επίδραση του κεφαλαίου που επενδύθηκε. Το αποτέλεσμα είναι μία αρκετά συντηρητική εκτίμηση, η οποία δίνει πολύ υψηλά μεγέθη. Ο λόγος της «υποεκτίμησης» της πραγματικής μεταβολής των παγίων είναι ότι ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις των εξαγορών, αν και ένα μέρος της μεταβολής των παγίων είναι αναμφίβολα η μεταφορά στοιχείων του ενεργητικού από τις «παλαιές» εταιρείες όπως κτήρια, οχήματα και εξοπλισμός, ένα άλλο σημαντικό μέρος είναι οι επενδύσεις που έγιναν και γίνονται για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των δικτύων των καταστημάτων, αλλά δεν είναι αδύνατον να υπολογιστεί η σχετική αναλογία. Όλοι οι νέοι όμιλοι και εταιρείες κατά κανόνα δεν έκλεισαν παρά ελάχιστα καταστήματα, επενδύοντας σημαντικά ποσά στη διαμόρφωση ενός ομοιογενούς και αποδοτικού δικτύου, κάτι που αφορά εκτός από τα ίδια τα καταστήματα και τις λοιπές αναγκαίες υποστηρικτικές υποδομές (π.χ. αποθήκες, μεταφορές, τεχνικός εξοπλισμός, υποδομές και συστήματα κλπ).
Το ερώτημα της αποδοτικότητας των επενδύσεων αυτών μπορεί να απαντηθεί επιστημονικά σε βάθος χρόνου. Μάλιστα η βραχυπρόθεσμη επίδραση αυτών των κινήσεων σε συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς δείκτες ενδεχομένως να είναι ακόμα και αρνητική.
Χαρακτηριστικό είναι ότι αρκετές από τις μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια χαμηλή κυκλοφοριακή ταχύτητα παγίων εξαιτίας των σημαντικών επενδύσεων τους σε ενσώματες ακινητοποιήσεις (νέα καταστήματα, κέντρα διανομών) και σε συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις (εξαγορές μικρότερων αλυσίδων ή μεμονωμένων καταστημάτων άλλων αλυσίδων), οι οποίες αυξάνουν τα πάγια τους κρατώντας χαμηλά την τιμή του δείκτη λίγο πάνω από 2,00. Χαρακτηριστική είναι η πτώση του δείκτη τα έτη 2016 και. Ο λόγος είναι ότι οι επενδύσεις αυτές είναι λογικό μέσα στο επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας να μην προλαβαίνουν να κεφαλαιοποιηθούν βραχυπρόθεσμα σε αύξηση των πωλήσεων.
Δηλαδή αυτό που παρατηρείται είναι ότι με τα αρκετά περισσότερα πάγια, οι επιχειρήσεις κερδίζουν λίγο περισσότερες πωλήσεις άμεσα και αναμένουν να αυξήσουν αυτές τις πωλήσεις τα επόμενα έτη. Αθροιστικά αυτές οι δύο τάσεις προκαλούν αυτό το αποτέλεσμα στον συγκεκριμένο δείκτη. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι έγινε το 2018 οπότε και ο δείκτης παρουσιάζει αύξηση, με τα πάγια να σταθεροποιούνται και να αυξάνονται οι πωλήσεις.
Παρόλα αυτά οι συγκεκριμένες επενδύσεις θέτουν τις βάσεις για αύξηση της παραγωγικότητας, είσοδο σε νέες δυναμικές αγορές όπως το food-to-go, ανταπόκριση στις αναδυόμενες απαιτήσεις/τάσεις των καταναλωτών και η αποδοτική λειτουργία στο αναδυόμενο ψηφιακό περιβάλλον. Για τους παραπάνω λόγους οι επενδύσεις τα επόμενα χρόνια αναμένεται να συνεχίσουν να κινούνται σε υψηλά επίπεδα και να ξεπερνούν ετησίως τα 250 εκατ. ευρώ.