Η κρίση χρέους και η επακόλουθη έκρηξη της ανεργίας και συρρίκνωση των εισοδημάτων είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν αισθητά οι δαπάνες των νοικοκυριών σε είδη παντοπωλείου από το 2010. Αν και από το 2016 άρχισαν και πάλι οι δαπάνες να ανακάμπτουν ελαφρώς, εξακολουθούσαν το 2019 να είναι για ένα μέσο νοικοκυριό 1.211 ευρώ χαμηλότερες σε σχέση με τα επίπεδα του 2009. Πάντως ως ποσοστό επί των συνολικών αγορών των νοικοκυριών η δαπάνη σε είδη παντοπωλείου ενισχύθηκε.
Τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το ΙΕΛΚΑ, επεξεργαζόμενο στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είναι αποκαλυπτικά. Συνολικά την τελευταία 10ετία (2009-2019) η δαπάνη των νοικοκυρών σε ήδη παντοπωλείου έχει μειωθεί κατά 21,70%, ενώ η δαπάνη μόνο σε τρόφιμα έχει υποχωρήσει κατά 17,11%. Το 2009 το μέσο νοικοκυριό δαπανούσε μηνιαία σε είδη παντοπωλείου 5.578 ευρώ ενώ το 2019 είχε δαπανήσει 4.367 ευρώ.
Την τελευταία 4ετία η δαπάνη των νοικοκυριών σε τρόφιμα παρουσιάζει ελαφρώς αυξητικές τάσεις, από 1.337 ευρώ κατά κεφαλήν το 2016 σε 1.388 το 2019. Αυτή η αύξηση της τάξης του 3,83%, που δεν μπορεί βέβαια να αντισταθμίσει σε καμία περίπτωση τις μειώσεις των προηγούμενων ετών, εμφανίζεται σε ένα περιβάλλον σταθερών τιμών, καθώς ο δείκτης τιμών καταναλωτή από το 2016 ως το 2019, παρέμεινε πρακτικά αμετάβλητος. Ενισχύθηκε μόλις 0,61% σε βάθος 4ετίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ η δαπάνη των νοικοκυριών σε είδη παντοπωλείου σε αξία μειώθηκε την τελευταία δεκαετία, η δαπάνη ως ποσοστό επί των συνολικών αγορών των νοικοκυριών αυξήθηκε. Το 2009 η δαπάνη σε είδη διατροφής αντιστοιχούσε στο 17,3% των αγορών του μέσου νοικοκυριού, ενώ το 2019 αντιστοιχούσε στο 20,0% αυξήθηκε δηλαδή κατά 2,7%. Αυτό ουσιαστικά οφείλεται στο γεγονός ότι οι υπόλοιπες δαπάνες, όπως για είδη ένδυσης, επίπλωσης ή υπηρεσίες έκαναν ακόμη μεγαλύτερη «βουτιά». Είναι σαφές ότι οι καταναλωτές περιόρισαν τις αγορές τους στα απολύτως αναγκαία.
Όσον αφορά στις δαπάνες για τρόφιμα, η μείωση με σημαντικές διακυμάνσεις που μπορεί να ξεκινούν από το -2% στα ζυμαρικά και να φτάνουν στο -49% για τα αναψυκτικά, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις με αύξηση όπως τα όσπρια και τα αυγά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μείωση στην δαπάνη σε αξία δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και μειωμένες αγορές σε ποσότητα, καθώς αρκετές από αυτές τις κατηγορίες προϊόντων προσαρμόστηκαν στην κρίση σε χαμηλότερες τιμές προκειμένου να ανταποκριθούν στη ζήτηση των καταναλωτών, όπως έχει επισημανθεί και σε προηγούμενες μελέτες του ΙΕΛΚΑ.
Το ΙΕΛΚΑ σημειώνει πως η μείωση στη δαπάνη που καταγράφεται στα είδη παντοπωλείου οφείλεται πέρα από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος του καταναλωτικού κοινού την δεκαετία του 2010 και σε άλλους παράγοντες, όπως οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, η στροφή σε έξυπνες αγορές και προσφορές, αλλά και η φορολογία.
Ειδικότερα ένα σημαντικό ποσοστό της μείωσης αντιστοιχεί σε μεταβολή καταναλωτικών συνηθειών με την υιοθέτηση έξυπνων αγορών από τους καταναλωτές, όπως αναζήτηση προσφορών, φθηνότερες εναλλακτικές προϊόντων, διαφορετικές συσκευασίες, μείωση της σπατάλης, σύγκριση τιμών, αξιοποίηση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας κλπ.
Κύριος στόχος αυτών των έξυπνων συνηθειών είναι η ικανοποίηση των ίδιων αναγκών με λιγότερα χρήματα. Αντίστοιχα με τις καταναλωτικές συνήθειες η μείωση οφείλεται και σε αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, π.χ. αύξηση των φυτικών πρωτεϊνών όπως όσπρια, αλλά και των φθηνότερων ζωικών πρωτεϊνών όπως αυγά και πουλερικά, και μείωση των ακριβότερων ζωικών πρωτεϊνών όπως κόκκινο κρέας και ψάρι.
Ένα μεγάλο ποσοστό της μείωσης της δαπάνης που παρατηρείται αντιστοιχεί στην επίδραση στην δαπάνη των προσφορών και εκπτώσεων. Οι 9 στους 10 καταναλωτές εξοικονομούν χρήματα μέσω προσφορών και 7 στους 10 τουλάχιστον 5% της αξίας των αγορών τους. Η μεσοσταθμική εξοικονόμηση που καταγράφεται στις ετήσιες έρευνες του ΙΕΛΚΑ κυμαίνεται από 9,5% έως 12.8%.
Ένας ακόμα παράγοντας που εξηγεί ένα μέρος της μείωσης (ή αύξησης) της δαπάνης είναι η φορολογία και συγκεκριμένα η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ (ο συντελεστής ΦΠΑ για τα τρόφιμα το 2009 ήταν 9% έναντι 13% και 24% για κάποια είδη το 2016 και για τα λοιπά είδη 19% το 2009 έναντι 24% το 2016). Επίσης συγκεκριμένα είδη έχουν επηρεαστεί από τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης με χαρακτηριστική περίπτωση τον καφέ.