Η ελαφρώς χαμηλότερη μέση τιμή του καλαθιού προϊόντων στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες δεν αντισταθμίζει τις χαμηλότερες κατώτατες και μέσες αμοιβές των καταναλωτών, σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, η οποία σχολίασε την πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) με βάση την οποία το τυπικό καλάθι προϊόντων του σουπερμάρκετ στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 2014 είναι φθηνότερο στη χώρα μας συγκριτικά με Αγγλία, Γαλλία και Ισπανία, ακόμα και όταν αφαιρεθεί η αξία του ΦΠΑ από την τιμή του καλαθιού.
Πιο συγκεκριμέα, η ΕΣΕΕ επισημαίνει τη διαφωνία της λέγοντας ότι «ο καταναλωτής/ νοικοκυριό στην Ελλάδα δαπανά μεγαλύτερο ποσοστό των αμοιβών του για την προμήθεια του ίδιου καλαθιού προϊόντων συγκριτικά με τους καταναλωτές των άλλων χωρών».
Αν και δεν αμφισβητεί το ποσοτικό συμπέρασμα του ΙΕΛΚΑ, ωστόσο διευκρινίζει ότι «η συναγωγή ότι η μείωση των τιμών σημαίνει καλύτερο βιοτικό επίπεδο είναι βεβιασμένη και παραπλανητική εάν δεν ληφθούν υπόψη και κάποιοι άλλοι παράγοντες. Μόνο εάν τα στοιχεία αυτά συνεξεταστούν με το επίπεδο των μισθών στην Ελλάδα, σε σύγκριση πάντοτε με τις υπόλοιπες υπό μελέτη χώρες, μπορεί να περιγραφεί και το κυριότερο να ερμηνευθεί ασφαλέστερα το καλάθι της νοικοκυράς. Διότι αυτό που έχει ουσιαστική σημασία δεν είναι τόσο η απόλυτη μέση τιμή του καλαθιού προϊόντων αλλά η μέση τιμή του καλαθιού συγκριτικά με τον αντίστοιχο μισθό σε κάθε χώρα (σχετική τιμή καλαθιού). Συνεπώς, η ελαφρώς χαμηλότερη μέση τιμή του καλαθιού προϊόντων στην Ελλάδα δεν αντισταθμίζει τις πολύ χαμηλότερες κατώτατες και μέσες αμοιβές στην οικονομία καθώς ο καταναλωτής/ νοικοκυριό στην Ελλάδα δαπανά μεγαλύτερο ποσοστό των αμοιβών του για την προμήθεια του ίδιου καλαθιού προϊόντων συγκριτικά με τους καταναλωτές των άλλων χωρών».
Μάλιστα η ΕΣΕΕ σημειώνει ότι το ποσοστό του κατώτατου μισθού που απαιτείται για αγορά ενός καλαθιού είναι μεγαλύτερο στη χώρα μας, αν ληφθεί υπόψη πως ο συντελεστής ΦΠΑ στα τρόφιμα (βασικά αγαθά-αγαθά με ανελαστική ζήτηση) είναι σημαντικά υψηλότερος στην Ελλάδα σε σχέση με όλες τις υπό εξέταση χώρες (φερ’ ειπείν 13% ή 23% για αναψυκτικά και χυμούς έναντι 10% και 5,5% στη Γαλλία, 10% και 4% στην Ισπανία και 0,0% στην Αγγλία).
Καταλήγοντας η ΕΣΕΕ αναφέρει ότι με βάση τα παραπάνω, «οι συγκρίσεις με άλλες χώρες είναι επιβεβλημένες αλλά για να είναι γόνιμες πρέπει να γειώνονται στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον κάθε χώρας».