Την πορεία των τιμών των τροφίμων και των σχετικών τιμών πρώτων υλών στην Ελλάδα και το εξωτερικό εξετάζει σε νέα μελέτη του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, (ΙΕΛΚΑ).
Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, ο δείκτης τιμών καταναλωτή για τα τρόφιμα τον Απρίλιο 2021 βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον Απρίλιο 2013 και 1,3% χαμηλότερα από τον Απρίλιο 2020.
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των μελετών του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) σε σχέση με την εξέλιξη των τιμών στο λιανεμπόριο τροφίμων, το ΙΕΛΚΑ εκπόνησε έκθεση για την πορεία των τιμών των τροφίμων και των σχετικών τιμών πρώτων υλών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι η πορεία των τιμών στην Ελλάδα είναι σταθεροποιητική τα τελευταία χρόνια.
Όπως καταγράφεται στο σχήμα 1, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της Ελ.Στατ. (Ελληνική Στατιστική Αρχή) ο υπό-δείκτης τιμών καταναλωτή για την ομάδα των ειδών τροφίμων και μη Αλκοολούχων ποτών τον Απρίλιο του 2021 με τιμή 106,22 βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον Απρίλιο του 2013 με τιμή 106,09. Παράλληλα δεν φαίνεται να καταγράφονται σημαντικές διακυμάνσεις το 2021. Συγκεκριμένα ο δείκτης βρίσκεται χαμηλότερα από τον Ιανουάριο του 2021 με τιμή 106,51, ενώ παράλληλα βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα 1,3% από τον αντίστοιχο μήνα Απρίλιο 2020 με τιμή 107,50.
Ο μέσος όρος τετραμήνου Ιανουαρίου-Απρίλίου 2021 με 106,44 είναι επίσης χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο του τετραμήνου Ιανουαρίου-Απριλίου 2020 με 107,7. Παρόλα αυτά υπάρχουν ενδείξεις ότι ενδεχομένως να υπάρξουν αυξητικές πιέσεις στους δείκτες τιμών καταναλωτή τους και αυξήσεις της τελικής τιμής καταναλωτή για τα συγκεκριμένα προϊόντα τους επόμενους μήνες. Συγκεκριμένα, όπως καταγράφεται στον δείκτη τιμών εισροών αγροτικής παραγωγής της Ελ.Στατ., δηλαδή στις τιμές που καταβάλλουν οι παραγωγοί, όταν αγοράζουν προϊόντα και υπηρεσίες για τη γεωργική – κτηνοτροφική παραγωγή καταγράφεται αύξηση τους πρώτους μήνες του 2021, οι τιμές του μηνός Μαρτίου 2021, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Μαρτίου 2020, παρουσίασε αύξηση 3,4%. Οι αυξήσεις αυτές οφείλονται κυρίως στις αυξήσεις τιμών στις ζωοτροφές και στο κόστος ενέργειας.
Οι αυξήσεις αυτές φαίνεται ότι μεταφέρονται πλέον προς τους επόμενους κόμβους της αλυσίδας αξίας, καθώς αυξάνονται και οι δείκτες τιμών εκροών αγροτικής παραγωγής, δηλαδή οι τιμές διάθεσης των προϊόντων. Για παράδειγμα δείκτης φυτικής παραγωγής παρουσιάζει αύξηση 6,1% σε σχέση με το 2020 και ο δείκτης ζωικής παραγωγής 0,6% σε σχέση με το 2020.
Παράλληλα όμως ανησυχητικά μηνύματα έρχονται από τους διεθνείς δείκτες. Ο δείκτης πρώτων υλών τροφίμων και ποτών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Commodity Food and Beverage Price Index Monthly Price) καταγράφει σε ένα μόλις χρόνο εξαιρετικά μεγάλη αύξηση άνω του 30%, από 92,42 τον Απρίλιο του 2020 σε 125,16 τον Απρίλιο του 2021. Οι αυξήσεις αυτές οφείλονται κυρίως στις αυξήσεις των πρώτων υλών παραγωγής και όχι τόσο
στις αυξήσεις του κόστους ενέργειας.
Αντίστοιχα ευρήματα προκύπτουν και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO).Ο δείκτης τιμών τροφίμων FAO, ή FAO Food Price Index (FFPI), μετράει τη μηνιαία μεταβολή στις διεθνείς τιμές ενός καλαθιού πρώτων υλών.
Ο δείκτης έφτασε τον Απρίλιο του 2021 στις 120,9 μονάδες, 28,4 μονάδες αυξημένος σε σχέση με τον Απρίλιο του 2020, ενώ κατέγραψε για 11ο συνεχόμενο μήνα αύξηση στην τιμή του φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών. Όλοι οι επιμέρους δείκτες παρουσιάζουν αυξήσεις (δημητριακά, έλαια, κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη) με μεγαλύτερες αυξήσεις από αυτές να καταγράφονται στα φυτικά έλαια και στα δημητριακά. Οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας. Αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τελικών τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές.
Μέχρι τώρα οι αυξήσεις τιμών πρώτων υλών φαίνεται να έχουν απορροφηθεί από τους προμηθευτές και το λιανεμπόριο στην Ελλάδα, αυτό όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο για το μέλλον, εφόσον οι αυξητικές τάσεις συνεχιστούν.