Τις δυνάμεις τους ένωσαν Ισπανοί και Έλληνες καλλιεργητές ρυζιού με στόχο ευαισθητοποιήσουν και να ενημερώσουν τους καταναλωτές και τους παραγωγούς ότι το ρύζι που παράγεται στην Ευρώπη είναι ένα προϊόν ασφαλές, θρεπτικό και υψηλής ποιότητας, το οποίο καλλιεργείται τηρώντας τους αυστηρούς Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς. Το μέσο για να επιτύχουν τον σκοπό είναι το τριετές ευρωπαικό πολυπρόγραμμα «EU RICE» που υλοποιείται την Αγροτική Εταιρική Σύμπραξη Θεσσαλονίκης ΑΕ- ΕΑΣΘ και την Ρυθμιστική Αρχή του Ρυζιού ΠΟΠ της Βαλένθιας «Crav» (Consejo Regulador De La Dop Arroz de Valencia) με εκτελεστικό φορέα τη Novacert.
Mε προυπολογισμό 3,1 εκατ. ευρώ το πρόγραμμα ξεκίνησε το διήμερο 18-19 Σεπτεμβρίου με το Φεστιβάλ Ρυζιού, που πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της ΔΕΘ. Στη διάρκεια του οι επισκέπτες της έκθεσης είχαν τη δυνατότητα να δοκιμάσουν πιάτα με ρύζι από την Ελλάδα και από την Ισπανία από καταξιωμένους Έλληνες και Ισπανούς σεφ. Επίσης τη Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε ενημερωτική εκδήλωση Τύπου σε ξενοδοχείο της συμπρωτεύουσας, όπου παρουσιάστηκαν αναλυτικά οι δράσεις και οι στόχοι του προγράμματος.
Αξίζει να σημειωθεί πως το πρόγραμμα είχε κατατεθεί από την άνοιξη του 2019 αλλά λόγω της κρίσης της πανδημίας είχε «παγώσει». Πλέον, όμως, έχει ξεκινήσει δυναμικά, εστιάζει στις μεσόσπερμες ποικιλίες τύπου Japonica (όπως Ronaldo, Carolina και Gloria CL - γλασσέ), οι οποίες έχουν προσαρμοστεί στο κλίμα της Ελλάδας και ειδικά της Μακεδονίας και της Βόρειας Ελλάδας. Συγκεκριμένα οι ορυζώνες στην Ελλάδα βρίσκονται κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα, στο Δέλτα των ποταμών Αξιού, Λουδία και Αλιάκμονα αλλά και στις παρόχθιες περιοχές των ποταμών Αχελώου, Σπερχείου και Έβρου. Βέβαια, στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης παράγεται περίπου το 75% του ελληνικού ρυζιού, με την περιοχή της Χαλάστρας να διατηρεί κεντρικό ρόλο.
Οι εξ Ανατολών κίνδυνοι για το ευρωπαϊκό και το ελληνικό ρύζι.
«Δεν είναι καθόλου ασφαλές το ρύζι που εισάγεται στην ΕΕ από τρίτες χώρες», επισήμανε ο πρόεδρος της Αγροτικής Εταιρικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης (ΕΑΣΘ), Χρήστος Τσιχήτας, προσωρινός επικεφαλής της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ρυζιού στη διάρκεια της παρουσίασης του προγράμματος την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου, υπογραμμίζοντας παράλληλα τον κίνδυνο, που καταγράφεται και σε οικονομικό επίπεδο για το ευρωπαϊκό ρύζι από την συνεχή αύξηση των εισαγωγών από χώρες της Ασίας. Επικαλούμενος μελέτη της ΕΕ που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2021 ανέφερε πως μέχρι το 2030 η παραγωγή ευρωπαϊκού ρυζιού θα χάσει σε αξία ως και 95 εκατ. ευρώ, εάν δεν επιβραδυνθεί η αυξητική πορεία εισαγωγών από χώρες της Ασίας, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει σε κάμψη της παραγωγής ευρωπαϊκού ρυζιού κατά 1,5% και μείωση της τιμής του ως και 7%. Αυτή την στιγμή τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί με τις μεταφορές προϊόντων από την Ασία έχουν προσωρινά ανακόψει τις εν λόγω εισαγωγές στην Ευρώπη αλλά σε καμία περίπτωση το πρόβλημα δεν έχει εξαφανιστεί.
Η κατάσταση αυτή εκτιμάται, μάλιστα, πως ίσως δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα ειδικά στην Ελλάδα, η οποία έχει ξεκινήσει να αντιμετωπίζει κάποια ζητήματα όσον αφορά τις εξαγωγές της. Σύμφωνα με ανθρώπους της αγοράς, στην Ευρώπη υπάρχουν 8 στην ουσία χώρες που παράγουν ρύζι, με την Ιταλία και την Ισπανία να πρωταγωνιστούν, καθώς αντιστοιχούν στο 50% και 25% περίπου της συνολικής παραγωγής αντίστοιχα. Η Ελλάδα αποτελεί την μεγαλύτερη παραγωγό χώρα από το «group» των υπόλοιπων 6 αλλά αφενός υπολείπεται σε όγκο σε σχέση με τους προαναφερθέντες πρωτοπόρους αφετέρου πραγματοποιεί εξαγωγές -ειδικά όσον αφορά την ποικιλία Ronaldo- κατά κύριο λόγο στην Τουρκία, οι οποίες τα τελευταία δυο χρόνια έχουν μειωθεί λόγω των προβλημάτων της οικονομίας της γειτονικής χώρας. Όσον αφορά την κατανάλωση αυτή την στιγμή στην χώρα μας φαίνεται πως περίπου το 30% προέρχεται από άλλες χώρες με βασικό, μάλλον, λόγο για αυτό την αύξηση της δημοφιλίας του ρυζιού «μπασμάτι», που δεν φύεται στην Ευρώπη.
Οι παραγωγοί, όμως δείχνουν να έχουν κατανοήσει την ανάγκη να αντιδράσουν δυναμικά. Δεν είναι τυχαίο πως πέρα από το υπό συζήτηση πρόγραμμα, η ελληνική αντιπροσωπεία έχει πραγματοποιήσει επαφές με ομόλογους της από άλλες ευρωπαϊκές χώρες για κοινές δράσεις Ιταλίας, Ισπανίας, Ελλάδας, Γαλλίας και Πορτογαλίας.
Από την Βαλένθια στην Χαλάστρα
Βέβαια, πέρα από την ανάδειξη του ασφαλούς χαρακτήρα του ελληνικού και ευρωπαϊκού ρυζιού και του ευεργετικού ρόλου της καλλιέργειας του για την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον, βασική προϋπόθεση για την αύξηση της κατανάλωσης του είναι και η δημιουργία σχετικής κουλτούρας για το προϊόν τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Σε αυτό το εγχείρημα καλείται να συμβάλλει η βραβευμένη σεφ Ντίνα Νικολάου, που έχει αναλάβει τον ρόλο της Ambassador (πρέσβειρας) για το ελληνικό ρύζι. Μεταξύ άλλων πρόταση και επιδίωξη της είναι να προβάλλει παραδοσιακά πιάτα της ελληνικής κουζίνας με ρύζι, και συγκεκριμένα τα γεμιστά (με την ευρεία έννοια του όρου και συμπεριλαμβάνοντας πχ τα γεμιστά καλαμάρια, τους λαχανοντολμάδες και τα γεμιστά κολοκυθάκια) με στόχο να παραπέμπουν κατευθείαν στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει με την πάεγια και το ριζότο για την Ισπανία και την Ιταλία αντίστοιχα.
Φυσικά αυτό δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως στην Ισπανία εκτιμάται πως υπάρχουν περισσότερο από 100 πιάτα με βασικό συστατικό το ρύζι, το οποίο, επίσης, στο «εθνικό πιάτο» της χώρας, την πάεγια, αποτελεί το κύριο στοιχείο και δεν αντιμετωπίζεται σαν απλά συνοδευτικό. Ακόμη δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως αν και η κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση ρυζιού στην Ελλάδα και την Ισπανία γενικά κυμαίνεται σε περίπου ίδια επίπεδα (5-5,5 κιλά), σε περιοχές παραγωγής ρυζιού στην χώρα της Ιβηρικής όπως η Βαλένθια, το σχετικό μέγεθος τριπλασιάζεται (15 κιλά). Επιπρόσθετα αναφοράς χρήζει και το γεγονός πως το ρύζι από την Βαλένθια (αντιστοιχεί στο 15% της παραγωγής στην Ισπανία και αποτελεί την 4η σημαντικότερη παραγωγό περιοχή) φέρει ένδειξη ΠΟΠ ενώ κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι δυνατόν να συμβεί στην Ελλάδα λόγω της μη ύπαρξης γηγενών ποικιλιών
Τίποτα όμως δεν είναι ακατόρθωτο και οι Έλληνες παραγωγοί ρυζιού (ειδικά αυτοί της Χαλάστρας Θεσσαλονίκης όπως μάθαμε τις τελευταίες ημέρες) δεν έχουν μάθει να παραδίδουν τα όπλα αμαχητί...