Κάτω από τις προσδοκίες των εμπόρων διαμορφώνεται η κίνηση στην αγορά το πρώτο δεκαπενθήμερο των εκπτώσεων, ενώ το αυξημένο κόστος της ενέργειας και της μεταφοράς είναι οι δύο βασικοί παράγοντες ανησυχίας για τους εμπόρους. Αυτό προκύπτει από δηλώσεις του προέδρου του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς Βασίλη Κορκίδη.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ εξέφρασε την ευχή και την ελπίδα πως, από τον Φεβρουάριο, η πανδημία θα περιοριστεί, τα υγειονομικά μέτρα θα χαλαρώσουν, οι επιδοτήσεις θα αποδώσουν και η αγοραστική κίνηση θα τονωθεί, ώστε να συνεχιστούν και να κλείσουν οι φετινές χειμερινές εκπτώσεις με θετικό πρόσημο.
Όπως δήλωσε ο κ. Κορκίδης: «Το λιανικό εμπόριο κινείται, μέχρι στιγμής, στην κυριολεξία, σε μια «παγωμένη αγορά» κατά την περίοδο των χειμερινών εκπτώσεων, που διανύουν την τρίτη εβδομάδα από την έναρξή τους. Σύμφωνα με τους εμπορικούς συλλόγους της Αττικής, η αγοραστική κίνηση παρουσιάζει προβληματική και υποτονική πορεία, το πρώτο 15νθήμερο των εκπτώσεων, η οποία δεν είναι συνήθης για την αγορά και μάλιστα με ανοικτά φέτος όλα τα μαγαζιά. Αναφορικά με την Κυριακή 16 Ιανουαρίου, κατά την οποία λειτούργησαν τα εμπορικά καταστήματα λόγω των εκπτώσεων, η γενική εικόνα επίσης δεν ήταν ικανοποιητική σύμφωνα με 2 στους 3 εμπόρους, παρά την κοσμοσυρροή στο κέντρο της Αθήνας.
Είναι γεγονός πως υπάρχουν πολλές εξηγήσεις που κρατούν την αγορά σε χαμηλά επίπεδα αγοραστικής κίνησης, παρά τα μεγάλα ποσοστά των εκπτώσεων και τις ελκυστικές τιμές. Οι κυριότεροι λόγοι είναι ο πληθωρισμός και η ακρίβεια σε ταχυκίνητα, βασικά αγαθά και τρόφιμα, οι αυξήσεις στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και πετρελαίου, καθώς, βεβαίως, και τα υγειονομικά πρωτόκολλα, για όσο διάστημα θα βρίσκονται σε ισχύ. Οι αυξήσεις των δαπανών στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών, είναι ξεκάθαρο πως έχουν συμπιέσει δραστικά την αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών τον πρώτο μήνα του έτους.
Στο πεδίο των ανατιμήσεων το εμπόριο έχει απορροφήσει το μεγαλύτερο δυνατό μέρος τους, με τις αναπροσαρμογές των τιμών να κινούνται σε χαμηλά μονοψήφια ποσοστά, ειδικά σε τομείς όπως η ένδυση-υπόδηση, που δεν ξεπέρασε το 3% σε ετήσια βάση, πριν την έναρξη των χειμερινών εκπτώσεων. Σε πολλά, μάλιστα, προϊόντα δεν έχουν ακόμη περάσει οι αυξήσεις των νέων τιμών αγοράς από τους κατασκευαστές, ούτε του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων σε βάρος της μικτής κερδοφορίας τους. Η ανάγκη ρευστοποίησης των αποθεμάτων που διαθέτουν οι εμπορικές επιχειρήσεις διευκολύνουν τη συγκράτηση των τιμών, ενώ γνωρίζουν πως, για την αντικατάσταση εμπορευμάτων στα ράφια και τις αποθήκες τους, θα επωμισθούν αυξήσεις από 4% έως 20%, κυρίως για τα εισαγόμενα είδη.
Παρά ταύτα, προς το παρόν τουλάχιστον, οι χειμερινές εκπτώσεις παρουσιάζουν μια εικόνα περιορισμένης αισιοδοξίας, που μπορεί οι πωλήσεις να είναι ανοδικές, σε σχέση με τις αντίστοιχες του περσινού Ιανουαρίου, όταν όμως τα εμπορικά καταστήματα ήταν κλειστά, λόγω lockdown και, επομένως, δεν θεωρούνται συγκρίσιμα τα μεγέθη. Σε γενικές γραμμές, η μέχρι στιγμής πορεία των εκπτώσεων κινείται κάτω από τα επίπεδα των 5,3 δις ευρώ συνολικού τζίρου του 2020 και, βεβαίως, από τις προσδοκίες των εμπόρων της Περιφέρειας Αττικής, που πριν την πανδημία το δίμηνο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου, τους αναλογούσε ένας εκπτωτικός τζίρος άνω των 2,5 δις ευρώ.
Το αυξημένο κόστος της ενέργειας και της μεταφοράς είναι οι δύο βασικοί παράγοντες ανησυχίας για την αγορά, που δεν αναμένει αποκλιμάκωση του πληθωρισμού από τα επίπεδα του 5%, πριν το πρώτο τετράμηνο του έτους και βασίζεται στη συνέχεια των επιδοτήσεων λογαριασμών και τη διάρκεια των οικονομικών μέτρων στήριξης από την κυβέρνηση. Σημειωτέον πως, το ενεργειακό κόστος σε πολλές εμπορικές και άλλες επιχειρήσεις της εφοδιαστικής αλυσίδας και, κυρίως, του κλάδου τροφίμων, αντιπροσωπεύει σχεδόν το 20% των μηνιαίων εξόδων τους.
Οι χειμερινές εκπτώσεις, που διαρκούν σχεδόν δύο μήνες και επισήμως θα λήξουν 28 Φεβρουαρίου, μπορούν, για άλλη μια φορά, να λειτουργήσουν ως «κόφτης» του πληθωρισμού και ανάχωμα της ακρίβειας».