Μείωση του όγκου της συνολικής κατανάλωσης καφέ στα σουπερμάρκετ της τάξης του 5-6% σε όγκο μεσοσταθμικά καταγράφεται το πρώτο τετράμηνο του 2022 (Ιανούαριος-Απρίλιος) όπως ανέφερε ο Γιάννος Μπενόπουλος, Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Καφέ σε σημερινή συνάντηση με δημοσιογράφους. Σημείωσε, όμως πως σε αξία δεν υπάρχει μείωση καθώς οι απώλειες σε όγκο καλύπτονται από τις αυξήσεις των τιμών που κινούνται μεσοσταθμικά στο 7%. Βέβαια ανέφερε, επίσης, πως αυτή την στιγμή οι ανατιμήσεις που έχουν φτάσει στο ράφι των σούπερ μάρκετ κυμαίνονται 0,50 ευρώ έως και 2 ευρώ το κιλό συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ, με τον έντονο ανταγωνισμό που υπάρχει στον κλάδο να έχει οδηγήσει στην απορρόφηση σημαντικού μέρους των επιβαρύνσεων από τις εταιρείες καφέ.
Φυσικά, όμως, τόνισε πως το πιο πιθανό σενάριο είναι να υπάρξουν νέες αυξήσεις τιμών στην συνέχεια εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί με την αύξηση της τιμής του ωμού καφέ λόγω του παγετού στην Βραζιλία το καλοκαίρι του 2021, την αύξηση των πρώτων υλών στα υλικά συσκευασίας, αλλά και τον διπλασιασμό σχεδόν της επιβάρυνσης που προκύπτει από την ενέργεια. «Αυτή τη στιγμή λόγω του ευρύτερου κύματος αυξήσεων σε πρώτη ύλη, μεταφορικά, ενέργεια εμφανίζεται επιβάρυνση 2-3 ευρώ στο κιλό σε επίπεδο χονδρικής πώλησης σε σύγκριση με πέρυσι» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μπενόπουλος
Ακόμη τόνισε πως η κάμψη που παρατηρείται αυτή την περίοδο σημαίνει πως η αγορά κινείται με αύξηση ύψους 4-5% σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του 2019, καθώς η συνολική κατηγορία του καφέ στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων στα δυο χρόνια της πανδημίας (2020-2021) αυξήθηκε κατά 10% σε όγκο. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως και πέρυσι υπήρξε lockdown για δυο μήνες, με την κατανάλωση να μετακινείται κατ’ οίκον σε σημαντικό βαθμό.
Στα 300 εκατ. ευρώ οι πωλήσεις στα σούπερ μάρκετ
Αυτή την στιγμή η αξία πωλήσεων όλων των ειδών καφέ στα σούπερ μάρκετ ανέρχεται σε συνολικά 300 εκατ. ευρώ, με το 10% των πωλήσεων στο α’ τρίμηνο του 2022 να προέρχεται από τις κάψουλες εσπρέσο, που κερδίζουν συνεχώς έδαφος τα τελευταία χρόνια. Όσον αφορά τα μερίδια αγοράς στο οργανωμένο λιανεμπόριο, ο ελληνικός καφές αντιστοιχεί στο 50% περίπου της κατανάλωσης σε όγκο (30% σε αξία), και στο πρώτο τρίμηνο του 2022 υποχωρεί περίπου -5 % αγγίζοντας τα επίπεδα των απωλειών που έχει συνολικά η κατηγορία του καφέ στα σούπερ μάρκετ. Ο στιγμιαίος καφές αντιστοιχεί σε περίπου 20% της αγοράς και ο καφές φίλτρου μαζί με τον εσπρέσο στις διάφορες εκδοχές του είναι το υπόλοιπο 25%. Όσον αφορά την πορεία τους, ο ελληνικός καφές καταγράφει ελαφριά κάμψη παραμένοντας σχεδόν σταθερός σε κατανάλωση στα σούπερ μάρκετ, ενώ εντονότερη υποχώρηση γνωρίζει ο στιγμιαίος καφές. Ο καφές φίλτρου κινείται ελαφρώς ανοδικός ενώ σημαντική ανάπτυξη καταγράφει ο εσπρέσο στις διάφορες μορφές του.
Στα 3 δισ. ευρώ η αξία της κατηγορίας στην εστίαση
Στην αγορά εστίας η συνολική αξία κατανάλωσης καφέ εκτιμάται πως ανέρχεται στα 3 δισεκατομμύρια ευρώ και υπολογίζεται με βάση την τιμή του ροφήματος που πωλείται ως τελικό προϊόν στον καταναλωτή. Πρωταγωνιστής σε αυτή την αγορά είναι ο espresso με τις διάφορες εκδοχές του, που κυριαρχεί στις προτιμήσεις των Ελλήνων.
Οι προτεραιότητες της Ελληνικής Ένωσης Καφέ
Σε αυτό το περιβάλλον, ο κ. Μπενόπουλος υπογράμμισε πως κυρίαρχο και πάγιο θέμα στην ατζέντα της Ένωσης είναι η κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στον καφέ, ο οποίος επιβαρύνει τους καταναλωτές με ποσό που υπερβαίνει τα 130 εκατομμύρια ευρώ σε ετήσια βάση. «Έχουμε εξαιρετικά καλές σχέσεις με την Πολιτεία και στόχος μας είναι να είμαστε σοβαροί και αξιόπιστοι συνομιλητές με τους εκπροσώπους της» ανέφερε σχετικά με το θέμα προσθέτοντας πως συζητήσεις υπάρχουν σε εξέλιξη και με αντικείμενο την ένταξη του κλάδου μεταποίησης καφέ στο ΕΣΠΑ, προκειμένου να στηριχθούν στις επενδυτικές τους προσπάθειες μικρότερες εταιρείες του χώρου. Όπως ανέφερε στόχος είναι η μετακίνηση του τομέα επεξεργασίας καφέ από την ευθύνη του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στην δικαιοδοσία του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων.
Ακόμη ο κ. Μπενόπουλος στάθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη αλλαγή καθεστώτος όσον αφορά το χαρτόσημο που πρέπει να αποδίδουν οι εταιρείες του κλάδου καφέ κάθε φορά που παραχωρούν με χρησιδάνειο μηχανές τους σε πελάτες από τον χώρο της εστίασης. Συγκεκριμένα όταν μία επιχείρηση της αγοράς καφέ η χρησιδανείζει εξοπλισμό (μηχανή καφέ) σε καταστήματα εστίασης θα πρέπει να προχωρά σε δήλωση χαρτοσήμου μέσα από τη σχετική πλατφόρμα της ΑΑΔΕ για σε κάθε κίνηση που σχετίζεται με τον πελάτη και σε χρονικό διάστημα έως και πέντε ημερών με δυσανάλογο πρόστιμο 500 ευρώ για οποιαδήποτε καθυστέρηση. Επί της ουσίας το κόστος του χαρτοσήμου με βάση το νόμο επιβαρύνει κάθε κίνηση της μηχανής καφέ. Δηλώνεται δηλαδή και καταβάλλεται όταν αυτή τοποθετείται στο κατάστημα ή αντικαθίσταται από νέα, αλλά και όταν μία μηχανή μετακινείται από το κατάστημα και αντικαθίσταται με άλλη για λόγους συντήρησης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν μία επιχείρηση συνεργάζεται με ένα εκτεταμένο δίκτυο σημείων εστίασης, απαιτείται καθημερινά η δήλωση ενός σημαντικού αριθμού κινήσεων και η καταβολή χαρτοσήμου. Αίτημα της Ελληνικής Ένωσης Καφέ, το οποίο έχει γνωστοποιηθεί και στον τον υφυπουργό Οικονομικών, Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας, Απόστολο Βεσυρόπουλο είναι είτε η κατάργηση του χαρτοσήμου είτε η δήλωση των κινήσεων για τον εξοπλισμό να γίνεται συγκεντρωτικά είτε σε μηνιαία βάση, είτε και σε πιο μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα στη διάρκεια του έτους. Με αυτό τον τρόπο τονίζουν πως δεν θα υπάρχει απώλεια εσόδων για το Δημόσιο, ενώ θα μειωθεί σημαντικά το γραφειοκρατικό κόστος για τις επιχειρήσεις.
Τέλος, ο κ. Μπενόπουλος αναφέρθηκε και στις επαφές της Ένωσης με το Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο (ΣΕΚ) της ΑΑΔΕ, που έχει εντάξει και τον καφέ στα προϊόντα που παρακολουθεί όσον αφορά το λαθρεμπόριο του, μαζί με τα αλκοολούχα, τα καπνικά και τα ενεργειακά προϊόντα, καθώς, τα υγρά αναπλήρωσης ηλεκτρονικού τσιγάρου και τα ηλεκτρικά θερμαινόμενα προϊόντα καπνού. Στην εγχώρια αγορά καφέ το πρόβλημα είναι αρκετά σημαντικό και ιδιαίτερα στην Βόρεια Ελλάδα, ενώ υπολογίζεται πως μπορεί να αντιστοιχεί και στο 10% των ποσοτήτων, που διακινούνται στον τομέα εστίασης.