Της Δήμητρας Μανιφάβα
“Έχω άγχος διότι έως τώρα εγκαινίαζα καταστήματα, δεν τα έκλεινα”. Με αυτά τα λόγια και με έντονη συναισθηματική φόρτιση ξεκίνησε χθες το μεσημέρι η συνένευξη Τύπου του μέχρι την Τετάρτη ιδιοκτήτη της Ηλεκτρονικής Αθηνών κ. Ιωάννη Στρούτση. Μια συνέντευξη, ωστόσο, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς πέντε λεπτά μετά την έναρξή της περίπου 60 εργαζόμενοι της γνωστής αλυσίδας, συνοδευόμενοι από τον πρόεδρο και τον γραμματέα της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας εισήλθαν στην αίθουσα του ογδόου ορόφου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, διέκοψαν τη συνέντευξη Τύπου και ζήτησαν να μιλήσουν με τον κ. Στρούτση. Ύστερα από έντονες λογομαχίες τελικά αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί συνάντηση των δύο πλευρών στις αρχές της ερχόμενης εβδομάδας.
Οι εργαζόμενοι της Ηλεκτρονικής Αθηνών από την πλευρά τους υποστηρίζουν ότι η οικονομική κατάσταση της εταιρείας δεν δικαιολογεί την χρεοκοπία και αφήνουν αιχμές περί δόλιας πτώχευσης. Για τον λόγο αυτό ζήτησαν χθες από τον κ. Στρούτση ανακοπή της πτώχευσης, με τον πρώην ιδιοκτήτη της Ηλεκτρονικής Αθηνών να απαντά ότι αυτό απαιτεί “φρέσκο χρήμα στην επιχείρηση”. Οι εργαζόμενοι έκαναν επίσης λόγο για αιφνιδιαστική απόφαση, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι δεν υπάρχουν εκ μέρους της επιχείρησης οφειλές μισθών προς αυτούς.
Το ζήτημα είναι βεβαίως το πότε θα καταβληθούν οι αποζημιώσεις. Εάν δεν υπάρξει κάποια θεαματική αλλαγή στη διαδικασία, ο σύνδικος πρτώχευσης που έχει ήδη ορισθεί θα πρέπει να καταγγείλει τις συμβάσεις των εργαζομένων ώστε να δικαιούνται αποζημίωσης και να προχωρήσει στη διαδικασία εκποίησης της περιουσίας της εταιρείας.
Πριν την επεισοδιακή διακοπή της συνέντευξης ο κ. Στρούτσης πρόλαβε να αναφερθεί στην ιστορία της εταιρείας, στο πώς αυτή ξεκίνησε το 1956 από ένα κατάστημα που άνοιξε ο πατέρας του Παναγιώτης, στην οδό Τσαμαδού στον Πειραιά, το οποίο στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην οδό Δραγατσανίου, πίσω από την Πλατεία Κλαυθμώνος, περιοχή-στέκι των καταστημάτων ηλεκτρικών ειδών. Ο ίδιος αναφέρθηκε στη δεκαετία του ‘80, όταν ο ίδιος ως απόφοιτος της ΑΣΟΕΕ (νυν Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) οραματίστηκε πρόγραμμα ανάπτυξης της εταιρείας, καθώς και στο 1999, όταν η Ηλεκτρονική Αθηνών εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
“Ο πατέρας μου που ήταν και μέντοράς μου μου έμαθε να είμαι νοικοκύρης, αλλά και να ρισκάρω. Να σέβομαι τους συνεργάτες και τους εργαζόμενους. Και μου άφησε τρεις παρακαταθήκες: πρώτον, αν θέλω να κατακτήσω το πορτοφόλι του πελάτη, πρέπει πρώτα να κατακτήσω την καρδιά του, δεύτερον, να πληρώνω πάντα τους πιστωτές μου μια μέρα νωρίτερα και τρίτον, να μείνω μακριά από τις τράπεζες. Από το 2009 δεν μπόρεσα να τηρήσω τη δεύτερη και την τρίτη”, είπε χαρακτηριστικά ο κ. Στρούτσης, οριοθετώντας την έναρξη των προβλημάτων για την επιχείρηση ακριβώς στην έναρξη της οικονομικής κρίσης.
Αυτό είναι φανερό και από τη σύγκριση των οικονομικών αποτελεσμάτων της εταιρείας προ κρίσης και μετά την κρίση. Το 2008 ο όμιλος είχε εμφανίζει τζίρο 227,06 εκατ. ευρώ με τα ταμειακά διαθέσιμα να ανέρχονται σε περίπου 22 εκατ. ευρώ και τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις του να διαμορφώνονται σε 84 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων δανειακές ήταν τα 3 εκατ. ευρώ. Κατά τη χρήση 1/7/2014-30/6/2015 η εταιρεία πραγματοποίησε τζίρο 67,84 εκατ. ευρώ, τα ταμειακά της διαθέσιμα ήταν μόλις 2,3 εκατ. ευρώ, ενώ το σύνολο των υποχρεώσεών της είχε διαμορφωθεί σε 88, 47 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 32 εκατ. ευρώ ήταν βραχυπρόθεσμες με τις δανειακές -στο σύνολο των βραχυπρόθεσμων - να είναι μηδενικές.
Τον Μάιο του 2011 είχε γίνει μια πρώτη προσπάθεια με την Ηλεκτρονική Αθηνών να έρχεται σε συμφωνία με τις τράπεζες για τη συνολική αναχρηματοδότηση του υφιστάμενου τότε βραχυπρόθεσμου δανεισμού της εταιρίας. Η συμφωνία περιλάμβανε έκδοση κοινού ομολογιακού δανείου, sales and lease back ακινήτων, καθώς και αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Τον Νοέμβριο του 2012 η εταιρεία ανακοίνωσε νέα συμφωνία με τις τράπεζες για την μετατροπή του 96,6% του βραχυπρόθεσμου δανεισμού της σε μακροπρόθεσμο. Νωρίτερα, δε, το 2010 η εταιρεία, σε μια προσπάθεια συρρίκνωσης των λειτουργικών της δαπανών, είχε αποχωρήσει από την αγορά της Σερβίας στην οποία είχε εισέλθει το 2006.