Ταφόπλακα για την εγχώρια οικονομία και τον πραγματικό ανταγωνισμό στην αγορά χαρακτηρίζει σε ανακοίνωσή της η ΓΣΕΒΕΕ την απόφαση της κυβέρνησης που αφορά στην λειτουργία των καταστημάτων όλες τις Κυριακές του χρόνου σε 10 περιοχές της χώρας.
«Η κυβερνητική απόφαση», υπογραμμίζει η ΓΣΕΒΕΕ, «είναι μια ακόμη πράξη εχθρική προς τον κόσμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, επικυρώνοντας τις προθέσεις της προηγούμενης ηγεσίας του Υπουργείου προς όφελος των συμφερόντων μεγάλων αλυσίδων και πολυκαταστημάτων, αγνοώντας επιδεικτικά τις προειδοποιήσεις των κοινωνικών φορέων, της αγοράς και των καταναλωτικών οργανώσεων. Φαίνεται ότι η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ δεν έχει εξαντλήσει ακόμη τη διαλυτική της δυναμική, παρά την αποτυχία όσων από τις προτάσεις της εφαρμόστηκαν».
Παράλληλα, η ΓΣΕΒΕΕ επισημαίνει ότι η απόφαση της κυβέρνησης παρακάμπτει την αιρετή δημόσια αρχή της περιφέρειας, αγνοώντας τις τοπικές ιδιαιτερότητες και υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς.
«Είναι προφανές, ότι η πιλοτική εφαρμογή μιας αποσπασματικής ρύθμισης που θα παρακάμπτει τοπικές αρχές, παραγωγικούς φορείς αλλά και τους οικονομικούς βιορυθμούς της επιλεγμένης περιοχής θα δημιουργήσει προβλήματα στην τοπική και περιφερειακή οικονομία, και θα πλήξει όμορες αγορές. Πέραν τούτου, εγείρονται ζητήματα που άπτονται του ανταγωνιστικού πλαισίου λειτουργίας της αγοράς, καθώς με την επιλεκτική εφαρμογή του μέτρου θα πληγούν ανεπανόρθωτα τοπικές αγορές, καθώς το φαινόμενο της υποκατάστασης της κατανάλωσης θα μεταφερθεί σε όμορες αγορές που παραμένουν σε λειτουργία», προειδοποιεί η ΓΣΕΒΕΕ,
Καταλήγοντας η Συνομοσπονδία επικαλείται στοιχεία που έχουν καταγραφεί κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου εφαρμογής της απελευθέρωσης της λειτουργίας των καταστημάτων για 7 Κυριακές το χρόνο, σύμφωνα με τα οποία δεν προέκυψε αύξηση του τζίρου. «Στην έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ μόνο 4,2% των καταστημάτων παρουσίασε αύξηση του τζίρου μετά την εφαρμογή του μέτρου. Αντίθετα, η αύξηση του λειτουργικού κόστους και η μειωμένη ζήτηση αποτελούν βασικό ανασχετικό παράγοντα. Σε ένα οικονομικό περιβάλλον, όπου τα εισοδήματα έχουν καταρρεύσει μεσοσταθμικά πάνω από 40%, αποτελεί οικονομικό παράδοξο να αναμένουμε αύξηση της κατανάλωσης», καταλήγει η ΓΣΕΒΕΕ.