Παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, οι 250 μεγαλύτερες εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων σημείωσαν πωλήσεις που υπερβαίνουν τα $3,1 τρισεκατομμύρια το λογιστικό έτος 2012 (που αφορά τα λογιστικά έτη που έληξαν τον Ιούνιο 2013). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα μέσο μέγεθος εταιρίας ύψους $12,5 δισεκατομμυρίων, σύμφωνα με την 7η ετήσια έκθεση για τις Παγκόσμιες Δυνάμεις του κλάδου των Καταναλωτικών Προϊόντων που δημοσιεύτηκε από τη Deloitte Touche Tohmatsu Limited (DTTL).
Η έκθεση παραθέτει μια εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας, αναλύει την κεφαλαιοποίηση του κλάδου, σκιαγραφεί τις αγορές και συγχωνεύσεις στον κλάδο καταναλωτικών προϊόντων και εξετάζει τις σημαντικότερες τάσεις που επηρεάζουν τις εταιρίες καταναλωτικών προϊόντων.
«Οι προοπτικές ανάπτυξης για τις εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων πλήρωσαν το τίμημα των αναταράξεων της παγκόσμιας οικονομίας. Τόσο στις ανεπτυγμένες αγορές όσο και στις οικονομίες που βασίζονται στις εξαγωγές, η συνολική ανάπτυξη του κλάδου ήταν πολύ πιο υποτονική το 2012 συγκριτικά με το 2011 και το 2010», δήλωσε ο Dr. Ira Kalish, Chief Global Economist της DTTL, προσθέτοντας ωστόσο ότι «από την άλλη πλευρά, είναι καθησυχαστικό να βλέπουμε την κερδοφορία να ενδυναμώνεται – παρά την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών. Από τις 224 εταιρείες οι οποίες δημοσίευσαν τα καθαρά τους κέρδη, μόνο οι 19 σημείωσαν ζημιές το 2012».
Το 2014 αναμένεται αυξημένη δραστηριότητα εξαγορών και συγχωνεύσεων
Παρά την εύθραυστη παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη, η έκθεση εντόπισε ότι επενδυτές με καλή χρηματοδότηση συνέχισαν να αναζητούν ευκαιρίες εξαγορών και συγχωνεύσεων που ενδυναμώνουν τις στρατηγικές τους θέσεις.
Το 2012 πραγματοποιήθηκαν 1.298 συμφωνίες από εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων, περισσότερες από τις 1.274 που πραγματοποιήθηκαν το 2011 και τις 1.117 το 2010. Για το 2013, 1.182 συμφωνίες έχουν ανακοινωθεί μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου 2014. Η αύξηση των συμφωνιών φαίνεται να ενθαρρύνθηκε από τη βελτιωμένη διαθεσιμότητα πιστώσεων, τα χαμηλά επιτόκια, τις ανανεωμένες κεφαλαιαγορές και σε κάποιες περιπτώσεις, τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα των εταιριών. Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια έδειξαν ανανεωμένο ενδιαφέρον στα καταναλωτικά προϊόντα.
Σε μια από τις μεγαλύτερες εξαγορές του κλάδου τροφίμων, η H.J. Heinz εξαγοράστηκε τον Ιούνιο 2013 από την Berkshire Hathaway και τη Βραζιλιάνικη επενδυτική εταιρεία 3G Capital για $28 δισεκατομμύρια. Η 3G και η Berkshire συμμετέχουν εξίσου στη Heinz.
«Μας εκπλήσσει σε ένα βαθμό το γεγονός ότι ο όγκος των συμφωνιών στον παγκόσμιο κλάδο καταναλωτικών προϊόντων έχει αυξηθεί τα πρόσφατα χρόνια δεδομένου του χαμηλού ρυθμού της παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο, όσο οι ανησυχίες για την οικονομική αβεβαιότητα αρχίζουν να υποχωρούν, το 2014 ήδη προοιωνίζεται ένα σημαντικό έτος για εξαγορές και συγχωνεύσεις στον κλάδο καταναλωτικών προϊόντων, όσο οι εταιρείες επιδιώκουν την ανάπτυξη είτε με εξάπλωση σε νέες αγορές είτε με εξορθολογισμό του εταιρικού τους χαρτοφυλακίου,» δήλωσε ο Jack Ringquist, Global Consumer Products Lead, DTTL.
«Η πραγματική πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι εταιρίες καταναλωτικών προϊόντων αυτές τις μέρες είναι να επιβιώσουν σε έναν παγκοσμίως δικτυωμένο κόσμο με επίκεντρο τον καταναλωτή. Προκειμένου να διαχειριστούν και να αναπτύξουν την κερδοφορία τους, οι εταιρίες θα πρέπει να μάθουν να αντεπεξέρχονται στις καταναλωτικές ανάγκες από κάθε μέρος του κόσμου και μέσω κάθε καναλιού. Νέες προσεγγίσεις που πρέπει να ακολουθηθούν περιλαμβάνουν: παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού από άκρο σε άκρο, εικονική είσοδο στην αγορά, απευθείας κανάλια στους καταναλωτές και περισσότερες επενδύσεις προκειμένου να μάθουν τις προτιμήσεις των καταναλωτών. Ένας περισσότερο δικτυωμένος καταναλωτής είναι ένας δυνατότερος καταναλωτής και αυτό είναι το όριο που οι εταιρίες καταναλωτικών προϊόντων αντιμετωπίζουν», πρόσθεσε ο ίδιος.
Τοπικές τάσεις
Η έκθεση καταμετρά την ανάπτυξη από χρόνο σε χρόνο ανά περιοχή για το λογιστικό έτος 2012, με την περιοχή της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής (16,9%), να σημειώνουν τα υψηλότερα κέρδη. Ακολουθούν η Λατινική Αμερική (16,8%) και η περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού (5,6%). Οι εταιρίες σε αυτή την περιοχή – ειδικά η Ιαπωνία- επηρεάστηκαν σοβαρά από τον μεγάλο σεισμό στην Ανατολική Ιαπωνία τον Μάρτιο του 2011, έτσι η ανάκαμψη το 2012 ήταν αναμενόμενη.
Η περιοχή της Βορείου Αμερικής έπεσε στο 4%. Ωστόσο, οι εταιρίες της Βορείου Αμερικής συνεχίζουν να απολαμβάνουν εύρωστη κερδοφορία. Το καθαρό περιθώριο κέρδους το 2012 (12,3%) σημείωσε άνοδο από ένα ήδη υψηλό αποτέλεσμα το 2011(10,4%). Μέσα στην Ευρώπη, η ανάπτυξη των Γαλλικών εταιριών (6,6%), υπερνίκησε την ανάπτυξη των αντίστοιχων Γερμανικών (6,2%) και Βρετανικών (4,8%) εταιριών.
Τα ηλεκτρονικά προϊόντα επανέρχονται
Μετά από ένα ζοφερό 2011 για τους κατασκευαστές ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης, το 2012 είδε τον κλάδο να επανέρχεται. Μια μετριοπαθής ανάκαμψη στις Ιαπωνικές εταιρίες μετά την αναστάτωση που προκλήθηκε από το σεισμό και το τσουνάμι του 2011 μαζί με την αυξανόμενη επιθυμία των καταναλωτών για διασυνδεδεμένες συσκευές, οδήγησε σε αύξηση των εσόδων κατά περίπου 10%. Τα κέρδη ακολούθησαν την ίδια πορεία: το καθαρό περιθώριο κέρδους του κλάδου σχεδόν τριπλασιάστηκε το 2012 (7,2%) από το 2,6% τον προηγούμενο χρόνο.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Δημήτρης Κουτσόπουλος, Head of Consumer Business της Deloitte Χατζηπαύλου Σοφιανός & Καμπάνης Α.Ε. σχολίασε «Η έκθεση επαναφέρει στο προσκήνιο την πρόκληση των εταιρειών του κλάδου καταναλωτικών προϊόντων για προσαρμογή τους στον σύγχρονο κόσμο της δικτύωσης με επίκεντρο τον καταναλωτή. Οι εταιρίες θα πρέπει να αξιοποιήσουν τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και την πληροφόρηση που τους παρέχουν οι καταναλωτές. Επωφελούμενες των δυνατοτήτων των διαφορετικών καναλιών και διευρύνοντας τις αλυσίδες εφοδιασμού τους θα είναι σε θέση να καλύπτουν τις καταναλωτικές ανάγκες ανεξάρτητα από την περιοχή».
Οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες
Οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων βάσει καθαρών πωλήσεων το 2012 είναι οι :
Samsung Electronics Co., Apple Inc., Nestlé S.A., Panasonic Corporation, The Procter & Gamble Company, Sony Corporation, Unilever Group, PepsiCo, Inc., The Coca-Cola Company και LG Electronics Inc..