Μικρή μείωση κατέγραψε το 2013 το μέγεθος της αγοράς αλλαντικών παρουσιάζοντας ωστόσο σημαντικές αντοχές σε σχέση με άλλους κλάδους. Βέβαια, ο βαθμός αυτάρκειας παραμένει υψηλός στα αλλαντικά, ενώ η εισαγωγική διείσδυση εμφανίζει πτωτική τάση τελευταία.Ο ανταγωνισμός στην εξεταζόμενη αγορά οξύνεται, λόγω και της διείσδυσης των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Η ελληνική αγορά των αλλαντικών και κρεατοσκευασμάτων περιλαμβάνει λίγες, μεγάλου μεγέθους βιομηχανίες και ένα πλήθος επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους, που δραστηριοποιούνται κυρίως σε τοπική κλίμακα. Εν τούτοις, ο βαθμός συγκέντρωσης στον τομέα των αλλαντικών είναι σχετικά υψηλός, καθώς οι πέντε μεγαλύτερες βιομηχανίες συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο του 50%, όπως προκύπτει από την κλαδική μελέτη Αλλαντικά - Κρεατοσκευάσματα που εκπόνησε πρόσφατα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις του κλάδου διαθέτουν εδραιωμένα εμπορικά σήματα προϊόντων, ενώ παράλληλα διατηρούν εκτεταμένα δίκτυα διανομής που καλύπτουν σχεδόν το σύνολο της χώρας. Αντίθετα, οι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις προμηθεύουν κυρίως την τοπική αγορά όπου εδρεύουν ή τις αγορές των γειτονικών νομών. Η διάθεση των αλλαντικών καλύπτεται σε ένα ποσοστό της τάξεως του 60% μέσω σούπερ μάρκετ, σε ένα ποσοστό της τάξεως του 20% μέσω επιχειρήσεων catering, το δε υπόλοιπο μοιράζεται σε όλα τα υπόλοιπα δίκτυα διανομής.
Η εγχώρια βιομηχανική παραγωγή αλλαντικών και κονσερβών κρέατος εμφάνισε σωρευτική μείωση της τάξεως του 7% την τελευταία εξαετία. Από το σύνολο των εταιρειών του κλάδου οι 9 κορυφαίες βιομηχανίες αλλαντικών συγκεντρώνουν ποσοστό της τάξης του 80% της συνολικής παραγωγής. Σχεδόν το 50% της παραγωγής αφορά λουκάνικα, σαλάμια και παρόμοια προϊόντα, ενώ αξιόλογη ανάπτυξη είχαν τα αλλαντικά από κρέας γαλοπούλας.
Το εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε ελλειμματικό την τελευταία δεκαετία. Οι εισαγωγές αλλαντικών περιορίστηκαν το 2012.
Η Διευθύντρια Οικονομικών και Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, Σταματίνα Παντελαίου σημειώνει σχετικά με τις εξελίξεις της συγκεκριμένης αγοράς: «Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς αλλαντικών κινήθηκε ελαφρά ανοδικά την περίοδο 2004-2009, ενώ την τελευταία τετραετία υπάρχει πτωτική τάση. Το 2013 η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση υποχώρησε κατά 1,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η εισαγωγική διείσδυση ήταν της τάξης του 19-20%, ο δε βαθμός εξαγωγικής επίδοσης ήταν μόλις 5%. Η εγχώρια αγορά κρεατοσκευασμάτων παρουσιάζει σχετική στασιμότητα την περίοδο 2011-2013 με οριακή μόνο μεταβολή.
Αναφορικά με τη διάρθρωση της εγχώριας αγοράς αλλαντικών και κονσερβών κρέατος, σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς καλύπτεται από την κατηγορία «Πάριζα – Μορταδέλα» (27% περίπου), ακολουθούν στην δεύτερη θέση οι κατηγορίες «Ζαμπόν (χοιρομέρι και ωμοπλάτες)» και «Αλλαντικά πουλερικών. Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αγοράς κρεατοσκευασμάτων εξακολουθεί να καλύπτεται από παρασκευάσματα χοιρινού και μοσχαρίσιου κρέατος και κυρίως από προϊόντα όπως σουβλάκι, γύρος και μπιφτέκι».
Η διαθεσιμότητα και η ποιότητα της βασικής πρώτης ύλης (κρέας) επηρεάζει άμεσα τον κλάδο. Ο κύριος όγκος του κρέατος είναι εισαγόμενος, ενώ ορισμένες από τις μεγαλύτερες μονάδες έχουν προβεί σε στρατηγική κάθετης ολοκλήρωσης, διατηρώντας οι ίδιες κτηνοτροφικές μονάδες, με σκοπό την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας.
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 27 παραγωγικών επιχειρήσεων, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2011 και 2012.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού σημείωσε μικρή μείωση (1,1%), ωστόσο τα συνολικά ίδια κεφάλαια περιορίστηκαν σημαντικά, κατά 8,6% . Οι πωλήσεις των 27 επιχειρήσεων παρέμειναν στάσιμες το 2011/12, ενώ ελαφρά χαμηλότερα ήταν τα αντίστοιχα μικτά κέρδη. Το τελικό αποτέλεσμα παρέμεινε ζημιογόνο, όμως οι ζημίες περιορίστηκαν κατά 21,5%. Τα κέρδη EBITDA εμφάνισαν σημαντική βελτίωση το τελευταίο έτος.
Από τις 27 επιχειρήσεις του δείγματος, οι 15 ήταν κερδοφόρες το 2012.