Δύο και πλέον χρόνια έχουν περάσει από την εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας της προσφυγής εμπορικών συλλόγων κατά της απόφασης του τότε υφυπουργού Ανάπτυξης Γεράσιμου Γιακουμάτου με την οποία θα επιτρεπόταν πιλοτικά για ένα χρόνο η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων όλες τις Κυριακές του έτους σε δέκα περιοχές της χώρας. Η υπόθεση είχε εκδικασθεί στις 8 Νοεμβρίου 2014 αλλά από τότε...αγνοείται η τύχη της.
Στο προσχέδιο του επικαιροποιημένου Μνημονίου, όπως και σε όλα τα ανάλογα κείμενα από τότε, αναφέρεται ότι η το ζήτημα της κυριακάτικης λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων θα ρυθμισθεί με βάση την επίμαχη απόφαση του ΣτΕ.
Αν μη τι άλλο, λοιπόν, η χθεσινή αποκάλυψη της εφημερίδας “Έθνος” ότι οι δανειστές ζητούν άμεση νομοθέτηση της κυριακάτικης λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων για όλες τις Κυριακές του έτους προκαλεί εύλογα ερωτήματα.
Σύμφωνα με πληροφορίες του “Businessnews.gr” η απαίτηση αυτή διατυπώθηκε μόνο από το ΔΝΤ και όχι και από τους υπόλοιπους δανειστές.
Διατυπώθηκε δε γενικά και αόριστα, δηλαδή το ΔΝΤ ζήτησε διεύρυνση της κυριακάτικης λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων και επέκταση του εν λόγω μέτρου σε όλη τη χώρα, ανεξαρτήτως της απόφασης του ΣτΕ, χωρίς ωστόσο να ζητήσει επιτακτικά την εφαρμογή του μέτρου και τις 52 Κυριακές του έτους. Αρμόδιοι παράγοντες του υπουργείου Οικονομίας υποστηρίζουν ότι αρνήθηκαν να “συμμορφωθούν” με την απαίτηση του ΔΝΤ, ενώ δηλώνουν επίσης άγνοια για την τύχη της απόφασης του ΣτΕ. Εν είδει πρόληψης, πάντως, στην κυβέρνηση μελετούν την αναθεώρηση των κριτηρίων βάσει των οποίων μια περιοχή χαρακτηρίζεται τουριστική, καθώς έως τώρα αυτό ρυθμίζεται με το Προεδρικό Διάταγμα 899/1976, νομοθεσία δηλαδή που θεσπίστηκε πριν από 40 χρόνια. Με άλλα λόγια, προετοιμάζουν τη διαπραγματευτική γραμμή σε περίπτωση αφενός που ενταθούν οι πιέσεις από τους δανειστές και αφετέρου η απόφαση του ΣτΕ “γέρνει” προς την πλευρά της περαιτέρω απελευθέρωσης της κυριακάτικης λειτουργίας των καταστημάτων.
Υπενθυμίζεται ότι ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) στην πρώτη εργαλειοθήκη ανταγωνισμού η οποία είχε παραδοθεί στην ελληνική κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 2013 είχε συστήσει την πλήρη απελευθέρωση υποστηρίζοντας ότι αυτό θα δημιουργήσει από 18.000 έως 30.000 νέες θέσεις εργασίας και επιπλέον τζίρο 2,5 δισ. ευρώ