Η παρουσίαση της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου 2013 του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της ΕΣΕΕ, πραγματοποήθηκε την Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου στο Ξενοδοχείο Hilton, από τη Διευθύντρια του ΙΝΕΜΥ κα Βάλια Αρανίτου, και τα μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΙΝΕΜΥ, καθηγητές κ. Ιωσήφ Χασσίδ και κ. Απόστολο Δεδουσόπουλο.
Όπως αναφέρθηκε στην παρουσίαση, τα σημαντικότερα ευρήματα της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου 2013 είναι τα εξής:
Το εμπόριο εξακολουθεί να στηρίζει καθοριστικά την απασχόληση στη χώρα μας, αλλά οι εργαζόμενοι σε αυτό μειώνονται διαρκώς…
- Η απασχόληση στο εμπόριο υποχώρησε για πέμπτη συνεχή χρονιά, καθώς το 2013 χάθηκαν 23.194 θέσεις εργασίας (πτώση κατά 3,4%). Σήμερα, στο εμπόριο απασχολούνται 656.156 εργαζόμενοι. Δυστυχώς, δηλαδή, σταθεροποιούμαστε για 2η χρονιά κάτω από τις 700.000 θέσεις και έχουμε φτάσει πλέον στα επίπεδα του 1997…
- Συνολικά την τελευταία 5ετία, έχουν χαθεί 176.400 θέσεις εργασίας, δηλαδή το 21,2%. Την περίοδο 2008-2013 το λιανικό εμπόριο έχασε το 18,5% των θέσεων εργασίας, το χονδρικό εμπόριο το 24,3% και το εμπόριο αυτοκινήτων το 30,2%.
- Από τη δειγματοληπτική έρευνα του ΙΝΕΜΥ προκύπτει ότι το 16,7% των ΑΕ και ΕΠΕ και το 9,2% ΟΕ-ΕΕ και ατομικών επιχειρήσεων μείωσαν το προσωπικό τους μέσα στο 2013. Περίπου 8 στις 10 ΑΕ και ΕΠΕ και 9 στις 10 ΟΕ-ΕΕ και ατομικές επιχειρήσεις δήλωσαν στασιμότητα απασχόλησης.
- Ωστόσο, το εμπόριο εξακολουθεί να αποτελεί τον κυριότερο κλάδο απασχόλησης της ελληνικής οικονομίας. Το 2013 συγκέντρωσε το 18,1% της συνολικής απασχόλησης -μάλιστα, το ποσοστό αυτό είναι βελτιωμένο σε σχέση με το 2012 (17,9%)- και το 20,9% της μη αγροτικής απασχόλησης.
- Ειδικότερα, στο εμπόριο συγκεντρώνεται το 31% του συνόλου των εργοδοτών, το 34,7% των αυτοαπασχολουμένων, το 15% των μισθωτών και το 44% των συμβοηθούντων μελών της συνολικής μη αγροτικής απασχόλησης.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συνεισφορά του εμπορίου στην απασχόληση των νέων. Οι νέοι άνθρωποι που εργάζονται στο εμπόριο, είναι αναλογικά περισσότεροι από όσους καταγράφονται στο σύνολο της απασχόλησης.
Αρνητικός ο απολογισμός για το 2012, αρνητικές και οι εκτιμήσεις για το 2013
Όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία για το 2012, αλλά και τις εκτιμήσεις των ίδιων των εμπόρων για το 2013 όπως τις διατύπωσαν στην έρευνα του ΙΝΕΜΥ, η βαθιά οικονομική ύφεση έπληξε την εμπορική δραστηριότητα σε όλη της την έκταση. Κύρια χαρακτηριστικά, η νέα πτώση στον κύκλο εργασιών, η επιδείνωση της κερδοφορίας και η συρρίκνωση της κεφαλαιουχικής βάσης του εμπορίου. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν, δυστυχώς, συνέχεια της εικόνας των προηγούμενων ετών.
Πωλήσεις και κέρδη μειώνονται διαρκώς
- Στις ΑΕ και ΕΠΕ οι πωλήσεις και τα μεικτά κέρδη σημείωσαν για τέταρτο συνεχές έτος πτώση κατά 12,9% και 13,4% αντίστοιχα. Η επιδείνωση των αποτελεσμάτων φαίνεται ότι ήταν ανεξάρτητη από τη νομική μορφή των επιχειρήσεων. Μείωση (ανεξαρτήτως ποσοστού) τόσο των πωλήσεων όσο και των κερδών τους δήλωσαν σχεδόν οι 9 στις 10 ΟΕ-ΕΕ και ατομικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, τείνουν να εκλείψουν οι επιχειρήσεις που δηλώνουν σημαντική αύξηση πωλήσεων-κερδών.
- Όπως και την προηγούμενη χρονιά, τα μεικτά κέρδη μειώθηκαν και στους τρεις τομείς δράσης των εμπορικών ΑΕ και ΕΠΕ (χονδρικό, λιανικό και εμπόριο αυτοκινήτων). Μεγαλύτερη ήταν η επιδείνωση στον τομέα εμπορίας αυτοκινήτων-ανταλλακτικών (-25%) και συγκριτικά μικρότερη στο λιανικό εμπόριο (-11,5%). Επιπλέον, για πρώτη φορά το 2012 καταγράφεται μείωση της μεικτής κερδοφορίας σε όλους τους επιμέρους κλάδους και των τριών τομέων. Οι μεγαλύτερες απώλειες σημειώθηκαν στους κλάδους του εμπορίου αυτοκινήτων, στο λιανικό εμπόριο ένδυσης-υπόδησης-ειδών οικιακής χρήσης και στο χονδρικό εμπόριο ενδιάμεσων προϊόντων.
- Κανείς από τους τρεις τομείς του εμπορίου μας δεν ήταν κερδοφόρος το 2012… Η κάμψη των μεικτών κερδών των ΑΕ και ΕΠΕ στο χώρο του εμπορίου φαίνεται ότι ήταν καθοριστική και οδήγησε (για δεύτερη χρονιά) στην καταγραφή λειτουργικών ζημιών. Τουλάχιστον, όμως, οι ζημίες αυτές ήταν δραστικά μειωμένες σε σχέση με το 2011. Το τελικό καθαρό αποτέλεσμα παρέμεινε (για τρίτο κατά σειρά έτος) αρνητικό, με τις εν λόγω εταιρείες να καταγράφουν και πάλι ζημίες ύψους 339,2 εκατ. € το 2012, μειωμένες ωστόσο κατά 60,6% από τις αντίστοιχες του 2011.
- Η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων (ανεξαρτήτως νομικής μορφής) εκτίμησαν για μία ακόμη φορά ότι η εξέλιξη των πωλήσεών τους είναι πτωτική και για το 2013. Από την έρευνα επιβεβαιώνεται και πάλι ότι η επιδείνωση είναι πολύ εντονότερη στις μικρότερες επιχειρήσεις, αφού οι εκτιμήσεις των ΟΕ-ΕΕ και ατομικών επιχειρήσεων είναι κατά πολύ δυσμενέστερες από αυτές των ΑΕ και ΕΠΕ. Πράγματι, οι 7 στις 10 ΟΕ-ΕΕ και ατομικές επιχειρήσεις και οι 5 στις 10 εταιρείες ΑΕ και ΕΠΕ εκτιμούν ότι οι πωλήσεις τους θα μειωθούν το 2013.
Ανάλογη με την εικόνα των πωλήσεων είναι και η εικόνα των εκτιμήσεων για την κερδοφορία κατά το 2013. Η απόλυτη πλειοψηφία των επιχειρήσεων εκτιμά επιδείνωση και σε αυτό το επίπεδο. Και πάλι οι εκτιμήσεις των ΟΕ-ΕΕ και ατομικών επιχειρήσεων είναι εμφανώς δυσμενέστερες.
Παραμένουν τα προβλήματα ρευστότητας
- Η γενική ρευστότητα παρέμεινε σταθερή την τελευταία διετία στις ΑΕ και ΕΠΕ. Όμως, σχεδόν οι 8 στις 10 ΟΕ-ΕΕ και ατομικές επιχειρήσεις δήλωσαν ότι περιορίστηκε σημαντικά η ρευστότητά τους.
- Από την έρευνα του ΙΝΕΜΥ στις εμπορικές ΑΕ και ΕΠΕ προκύπτει ότι η εικόνα της επιδείνωσης της γενικής ρευστότητας, που είχε εντοπιστεί από την προηγούμενη έρευνα, συνεχίζεται αμείωτη. Το 2012, 3 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι περιορίστηκε η ρευστότητά τους, ενώ περισσότερες από 3 στις 5 επιχειρήσεις δηλώνουν πλέον σημαντική μείωση της ρευστότητας (σε ποσοστό μεγαλύτερο από 10%). Από την άλλη πλευρά, τείνει να εκμηδενιστεί το μερίδιο όσων δηλώνουν σημαντική βελτίωση του δείκτη.
Απαισιοδοξία και για το 2014…
Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝΕΜΥ, οι προβλέψεις των εμπορικών επιχειρήσεων για την εξέλιξη των οικονομικών αποτελεσμάτων τους το 2014 παραμένουν απαισιόδοξες, σε χαμηλότερο όμως βαθμό συγκριτικά με πέρυσι.
- Στις προβλέψεις για τις πωλήσεις επικρατεί και πάλι απαισιοδοξία, η οποία όμως κυμαίνεται σε αρκετά πιο περιορισμένη κλίμακα σε σύγκριση με τις αντίστοιχες προβλέψεις που είχαν γίνει στην περσινή έρευνα. Η απαισιοδοξία αυτή είναι πολύ πιο έντονη στις μικρότερες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, το 54,5% των ΟΕ-ΕΕ και ατομικών επιχειρήσεων και το 39,4% των ΑΕ και ΕΠΕ προβλέπουν χαμηλότερες πωλήσεις. Τα ποσοστά αυτά εξακολουθούν να είναι κατά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα όσων αναμένουν ανάκαμψη του κύκλου εργασιών τους, η διαφορά μάλιστα στις ΟΕ-ΕΕ και ατομικές είναι πολύ μεγάλη.
- Η απαισιοδοξία για τη ρευστότητα συνεχίζεται επίσης, με σχεδόν 6 στις 10 ΟΕ-ΕΕ και ατομικές επιχειρήσεις και 4 στις 10 ΑΕ και ΕΠΕ να προβλέπουν επιδείνωση της ρευστότητάς τους το 2014.
- Οι προβλέψεις των επιχειρήσεων για τα αποθέματά τους το 2014 αναδεικνύουν μια διαφορετική συμπεριφορά μεταξύ των δύο διακριτών ομάδων. Στις ΑΕ και ΕΠΕ η συμμετοχή της μερίδας των επιχειρήσεων που προβλέπει μειωμένη αποθεματοποίηση παραμένει στα ίδια επίπεδα (35,4%), ενώ υπερτερούν (κατά 9,5 %) οι προβλέψεις περί στασιμότητας. Στις ΟΕ-ΕΕ και ατομικές επιχειρήσεις, όμως, οι επιχειρήσεις που προγραμματίζουν μείωση αποθεμάτων το επόμενο έτος έχουν περιοριστεί και καλύπτουν πλέον το 40,8%, ποσοστό ουσιαστικά ταυτόσημο με εκείνες που προβλέπουν στασιμότητα το 2014.
- Οι προβλέψεις των επιχειρήσεων σχετικά με τα επενδυτικά σχέδια για το 2014 ενισχύουν την εικόνα της επενδυτικής «απραξίας». Η απόλυτη πλειονότητα των επιχειρήσεων προβλέπει στασιμότητα. Συγκεκριμένα, οι 7 στις 10 εταιρείες ΑΕ και ΕΠΕ και σχεδόν οι 6 στις 10 ΟΕ-ΕΕ και ατομικές επιχειρήσεις δήλωσαν ότι δεν σκοπεύουν να μεταβάλουν την επενδυτική τους συμπεριφορά. Οι επιχειρήσεις του εμπορίου δεν θεωρούν ότι το περιβάλλον θα βελτιωθεί σημαντικά ούτε το επόμενο έτος, με συνέπεια να είναι μονοψήφιο το ποσοστό όσων σκοπεύουν να προβούν σε αυξημένες επενδύσεις.
- Η απόλυτη πλειονότητα των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από νομική μορφή, προβλέπει στασιμότητα της απασχόλησης, παράλληλα όμως περιορίστηκαν τα ποσοστά των εταιρειών που προβλέπουν μείωση της απασχόλησης.
- Προβληματισμός υπάρχει στις επιχειρήσεις για το πώς θα αντιμετωπίσουν την κρίση
Στις ΑΕ και ΕΠΕ, οι κυριότερες επιλογές είναι ο περιορισμός του κόστους λειτουργίας (26%), η μείωση τιμών και η μείωση προσωπικού (από 13%). Συνεπώς, η πτώση της ζήτησης οδηγεί και σε επιλογές τιμολογιακής αναπροσαρμογής, λύση την οποία «απέφευγαν» οι μεγάλες εταιρείες, αφού στην περσινή έρευνα η μείωση τιμών αναφερόταν ως 5ο σε βαρύτητα μέτρο.
Στις ΟΕ-ΕΕ και ατομικές επιχειρήσεις, οι κυριότερες επιλογές είναι ο περιορισμός του κόστους λειτουργίας (21,6%) η μείωση τιμών (16,3%) και η αύξηση προσφορών/παροχών (15,9%). Οι αναφορές στο μέτρο της μείωσης προσωπικού αθροίζουν ποσοστό πολύ χαμηλότερο (5,9%) σε σχέση με τις ΑΕ και ΕΠΕ (13%).