Σε κυνηγούς των προγραμμάτων επιβράβευσης έχουν εξελιχθεί οι Έλληνες καταναλωτές με το 97% αυτών να είναι εγγεγραμμένοι τουλάχιστον σε ένα από αυτά. Το εάν μια εταιρεία εφαρμόζει πρόγραμμα επιβράβευσης αποτελεί πλέον βασικό κριτήριο στην επιλογή των καταναλωτών για να αγοράσουν προϊόντα και υπηρεσίες, χωρίς, ωστόσο, να αποτελεί πανάκεια η συγκεκριμένη πρακτική για την αύξηση του τζίρου, χωρίς ταυτόχρονα μεγάλη απώλεια κερδών.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία Client IQ σε συνεργασία με την Focus Bari με θέμα την επίδραση των προγραμμάτων επιβράβευσης στις καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων, το 97% των ερωτηθέντων είναι εγγεγραμμένοι τουλάχιστον σε ένα πρόγραμμα επιβράβευσης. Ο μέσος αριθμός προγραμμάτων επιβράβευσης που έχει ο Έλληνας καταναλωτής στο πορτοφόλι του είναι 8,3. Πιο ένθερμοι οπαδοί των προγραμμάτων επιβράβευσης είναι οι γυναίκες, καθώς είναι εγγεγραμμένες σε 8,9 προγράμματα κατά μέσο όρο και οι ηλικίες 35 – 44 ετών (9,7 προγράμματα επιβράβευσης κατά μέσο όρο). Καθοριστικό ρόλο για τη μεγάλη διείσδυση των προγραμμάτων επιβράβευσης στα ελληνικά νοικοκυριά διαδραματίζει πέραν της κρίσης και το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία έχει ενισχυθεί η παρουσία στο ελληνικό λιανεμπόριο των αλυσίδων, εγχώριων και πολυεθνικών, οι οποίες είναι αυτές που κυρίως αναπτύσσουν και εφαρμόζουν προγράμματα επιβράβευσης.
Σούπερ μάρκετ, τράπεζες και μεταφορές (συμπεριλαμβανομένων των πρατηριών καυσίμων) είναι οι τρεις κλάδοι των οποίων τα προγράμματα επιβράβευσης έχουν τη μεγαλύτερη διείσδυση στα ελληνικά νοικοκυριά. Το 92% των καταναλωτών δηλώνουν ότι έχουν εγγραφεί τουλάχιστον ένα πρόγραμμα επιβράβευσης από αλυσίδα σούπερ μάρκετ, ενώ ο μέσος όρος κατοχής προγραμμάτων του κλάδου είναι 1,8. Εύρημα εν πολλοίς αναμενόμενο, δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ επιβραβεύουν τους πελάτες τους με πόντους που μεταφράζονται σε προσφορές. To ποσοστό διείσδυσης των προγραμμάτων επιβράβευσης των τραπεζών είναι 77% και ακολουθούν οι μεταφορές με 73%. Στον αντίποδα, με τα χαμηλότερα ποσοστά διείσδυσης, βρίσκοντα τα προγράμματα επιβράβευσης των κλάδων του τουρισμού (9%), των φαρμακείων (13%) και των εταιρειών τηλεπικοινωνιών (15%).
Οι κάρτες πιστότητας κάθε άλλο παρά βρίσκονται ξεχασμένες στο πορτοφόλι. Από την έρευνα προκύπτει ότι έξι στους δέκα καταναλωτές χρησιμοποιούν τα προγράμματα επιβράβευσης κάθε φορά που ψωνίζουν, ποσοστό που στην περίπτωση των σούπερ μάρκετ εκτοξεύεται στο 70%. Η ύπαρξη πλέον πολλών προγραμμάτων επιβράβευσης σε συνδυασμό με τον «εθισμό» πλέον των Ελλήνων καταναλωτών στις προσφορές περιορίζει τον βαθμό πιστότητας προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Μόνο 6% των καταναλωτών φαίνεται να μένει ανεπηρέαστο από την ύπαρξη προγραμμάτων επιβράβευσης και από την άλλη μεριά ένα 10% των πελατών να δηλώνει ότι αγοράζουν αποκλειστικά από εταιρείες που τους προσφέρουν επιβράβευση. Επίσης, πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες (55%) δήλωσαν ότι έχουν αυξήσει το ποσό που ξοδεύουν σε εταιρείες, οι οποίες τους προσφέρουν κάποια επιβράβευση.
Παράλληλα, η έρευνα της ClientIQ ανέδειξε ενδιαφέροντα στοιχεία αναφορικά με τις απαιτήσεις που εμφανίζονται να έχουν οι καταναλωτές από τις εταιρείες με τις οποίες συναλλάσσονται. Οι Έλληνες καταναλωτές – εκτός από την επιβράβευση- ζητούν πλέον από τις εταιρίες να «διαβάζουν» τις ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από την καταναλωτική τους συμπεριφορά και να τους επικοινωνούν προσφορές που ταιριάζουν με αυτές. Ενδεικτικά, 8 στους 10 ερωτηθέντες δηλώνουν ότι θα χρησιμοποιούσαν περισσότερο τα προγράμματα που έχουν στην κατοχή τους, εφόσον λαμβάνουν προσωποποιημένες προσφορές σύμφωνες με τις δικές τους, προσωπικές ανάγκες.
Το είδος του προγράμματος επιβράβευσης που φαίνεται ότι είναι δημοφιλές στους καταναλωτές είναι αυτό της δυνατότητας εξαργύρωσης των πόντων και της αξιοποίησης εν γένει των παρεχόμενων προσφορών σε πολλά διαφορετικά καταστήματα. Τη σχετική επιλογή έκανε το 82% των ερωτηθέντων.
H έρευνα πραγματοποιήθηκε την περίοδο 7-20 Ιουλίου 2017 σε δείγμα 600 ατόμων ηλικίας 18 – 54 ετών.
Η Client IQ ιδρύθηκε το 2015. Στο πελατολόγιό της ανήκουν αυτή τη στιγμή 7 επιχειρήσεις, εκ των οποίων 2 προέρχονται από τον τραπεζικό κλάδο, 2 από τον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης και 3 από το λιανεμπόριο.