Η Ένωση Δημοσιογράφων Ιδιοκτητών Περιοδικού Τύπου από κοινού με άλλες τέσσερις ενώσεις, την Ένωση Ιδιοκτητών Επαρχιακού Τύπου (ΕΙΕΤ), τον Σύνδεσμο Ημερησίων Περιφερειακών Εφημερίδων (ΣΗΠΕ), την Ένωση Εκδοτών Διαδικτύου (ΕΝΕΔ) και την Ένωση Ενημερωτικών Τηλεοράσεων Ελληνικής Περιφέρειας (ΕΕΤΕΠ), προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την ακύρωση της Απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία εγκρίθηκε ο Κανονισμός Είσπραξης Εσόδων του Ενιαίου Δημοσιογραφικού Οργανισμού Επικουρικής Ασφαλίσεως και Περιθάλψεως (Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π.).
Με την αίτησή της η ΕΔΙΠΤ αμφισβητεί τη συνταγματικότητα των διατάξεων του Κανονισμού του ΕΔΟΕΑΠ, ως και του ν. 4498/2017, με τις οποίες επιβάλλεται στις επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης εργοδοτική εισφορά ποσοστού 2% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών τους, καθόσον η «επιβολή της εν λόγω εισφοράς δεν συνεπάγεται ανταπόδοση συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας προς τους βαρυνόμενους. Και τούτο, διότι επιβάλλεται οριζόντια, σε όλους τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως εάν έχουν υπαχθεί, κατόπιν αίτησής τους, στην επικουρική ασφάλιση, υγεία και πρόνοια του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., και ανεξαρτήτως εάν απασχολείται σε αυτές προσωπικό. Αλλά αντιθέτως, τίθεται για την εξυπηρέτηση αφηρημένου σκοπού, σκοπού γενικού δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα για την οικονομική βιωσιμότητα του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., προκειμένου να λειτουργεί και να καλύπτει τις ανάγκες του ανεξάρτητα από το κράτος, με πόρους που προέρχονται από ασφαλιστικές εισφορές». Την αίτηση ακύρωσης υπογράφει η δικηγόρος Γλυκερία Σιούτη, Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών και εντός της επόμενης εβδομάδας θα κατατεθεί και αίτηση αναστολής.
Επισημαίνεται ότι ο νόμος ισχύει και εφαρμόζεται από τη δημοσίευσή του και μόνο σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης αναστολής θα ανασταλεί η εκτέλεσή του, μέχρι την έκδοση της απόφασης της αίτηση ακυρώσεως. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο οι καταβολές στον ΕΔΟΕΑΠ να συνοδεύονται από επιφύλαξη είτε διά άπαξ υποβολής αυτοπροσώπως σχετικής υπεύθυνης δήλωσης στο Πρωτόκολλο του ΕΔΟΕΑΠ είτε διά αποστολής αυτής με δικαστικό επιμελητή.
Επιπλέον, επειδή πολλά μέλη έχουν θέσει σχετικά ερωτήματα, επισημαίνεται ότι σχετικά με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ΑΚΕ στην Εγκύκλιο 5/2018 του ΕΔΟΕΑΠ προβλέπεται:
«Στους εργοδότες που δεν απογράφονται, δεν υποβάλουν Α.Κ.Ε., την υποβάλουν εκπρόθεσμα ή την υποβάλουν με ανακριβή στοιχεία επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφοράς, όπως προβλέπεται για κάθε περίπτωση από το άρθρο 7 του Ν. 2972/2001»
Δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 2972/2001 στους εργοδότες που:
α. δεν απογράφονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 6, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 70% επί των εισφορών που καταλογίζονται,
β. δεν υποβάλλουν Α.Π.Δ., επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 50%, που υπολογίζεται για την πρώτη περίπτωση της παραγράφου 2 επί του ποσού των εισφορών της Α.Π.Δ., στη δε δεύτερη περίπτωση της ίδιας παραγράφου επί του ποσού των εισφορών που καταλογίζεται σε βάρος τους,
γ. υποβάλλουν εκπρόθεσμα την Α.Π.Δ., επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού των εισφορών που δηλώνεται σε αυτήν
δ. υποβάλλουν την Α.Π.Δ. με ανακριβή στοιχεία, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και των εισφορών που υπολογίζονται από την υπηρεσία.