Η Frankfurter Allgemeine καλεί την κυβέρνηση της Ελλάδας να παραιτηθεί, γράφοντας ότι «όσο περισσότερο ο Αλέξης Τσίπρας παίζει πόκερ με τους δανειστές για το μέλλον της χώρας του, τόσο περισσότερο οι επιλογές του θα περιορίζονται αποκλειστικά στις εξής ακραίες και ριζικά διαφορετικές στάσεις: Είτε να μείνει άκαμπτος μέχρι τέλους οδηγώντας τη χώρα του στην πτώχευση και πιθανόν σε έναν αβέβαιο δρόμο εκτός νομισματικής ένωσης, είτε την τελευταία στιγμή να κάνει μια μεγάλη στροφή και τουλάχιστον να υποσχεθεί ότι θα πραγματοποιήσει ένα μέρος των μέχρι τώρα συμπεφωνημένων μεταξύ Ελλάδας και δανειστών μεταρρυθμίσεων.»
Σύμφωνα με το δημοσίυεμα, «εάν ο Τσίπρας έβλεπε ότι ο χρόνος αμέσως μετά την εκλογική του νίκη ήταν η μόνη του ευκαιρία να λάβει όποιες έστω αντιδημοφιλείς αποφάσεις χρειαζόταν, για να δείξει καλή θέληση στην Ευρώπη, τότε ένας τέτοιος συμβιβασμός θα ήταν εφικτός. Οι δανειστές θα αναγνώριζαν αυτήν τη χειρονομία κάνοντας και αυτοί υποχωρήσεις το Φεβρουάριο και ίσως θα του είχαν δώσει περισσότερα χρήματα για την ανακούφιση των αδύναμων στην Ελλάδα. Η οικονομία θα είχε ανταμείψει τέτοιες αποφάσεις με εμπιστοσύνη, επενδυσεις και ανάπτυξη.
Όμως τώρα όλα δείχνουν ότι μια τέτοια στιγμή δε θα ξαναϋπάρξει στο άμεσο μέλλον: οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ελληνική κυβέρνηση και δεν έχουν πλέον καμία διάθεση για γεναιόδωρες χειρονομίες. Η χώρα έχει πέσει εν τω μεταξύ ξανά στην ύφεση, παρά τα όποια σημάδια ανάπτυξης τον Οκτώβριο του 2014. Κι αυτό καθιστά τη συμφωνία ακόμα πιο δύσκολη, καθώς ένα σημαντικό στοιχείο της εξυγίανσης του προϋπολογισμού έχει χαθεί και πάλι.
Και για ποιο λόγο έφερε ο Τσίπρας τη χώρα του σε μία τέτοια θέση, αναρωτιέται ο αρθρογράφος. Τόσο ο Έλληνας πρωθυπουργός όσο και το κόμμα του καθοδηγούνται από ένα μείγμα ιδεολογίας και αλαζονείας. Η ριζοσπαστική Αριστερά στην Ελλάδα μετά την επταετή δικτατορία των συνταγματαρχών βλέπει τον εαυτό της σε μια θέση ηθικής ανωτερότητας. Και τώρα που ήρθε στην εξουσία, επιζητά την ασυμβίβαστη πρακτική εφαρμογή των ονείρων της, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τι είναι εφικτό και τι όχι. Εξ' αιτίας αυτής λοιπόν της στάσης, όλοι όσοι περίμεναν μια συμβιβαστική διάθεση από την Τσίπρα απογοητεύτηκαν».
«Πέραν αυτού, ο Τσίπρας προσπαθεί να κερδίσει πόντους και υποστήριξη στο εσωτερικό μέσω της σύγκρουσης με τη μισητή «τρόικα», για να μπορεί κατόπιν να ισχυριστεί ότι οι πιστωτές και η υπόλοιπη Ευρώπη δεν μπορούν να τα βάλουν με ολόκληρο τον ελληνικό λαό και τη δημοκρατική του βούληση. Πολύ ευχαρίστως παραβλέπει το γεγονός, ότι οι Έλληνες ψηφοφόροι και βουλευτές με τις δημοκρατικές τους αποφάσεις δεν ορίζουν την πολιτική των άλλων χωρών, των οποίων θα ήθελαν φορολογικά έσοδα και μεταβιβάσεις.
Αυτά είναι όμως λεπτομέρειες για τον κ. Τσίπρα, ο οποίος παίζει αδίστακτα, σαν σε παιχνίδι πόκερ, την οικονομική επιβίωση της χώρας του, λέει ο αρθρογράφος. Ακόμα και σήμερα πιστεύουν μερικοί στην Αθήνα, ότι οι πιστωτές της Ελλάδας θα παραδοθούν την τελευταία στιγμή και θα δώσουν χρήματα σχεδόν χωρίς κανένα όρο.
Αν όμως οι άλλοι Ευρωπαίοι τελικά δε δείξουν κανένα φόβο έναντι μιας ελληνικής χρεοκοπίας, επειδή αυτό δεν θα έχει σχεδόν καμία συνέπεια στην ευρωζώνη σήμερα, τότε ο κ. Τσίπρας έχει ένα ακόμα όπλο: Δε θα διστάσει, να παρουσιάσει την Ελλάδα ως θύμα πολιτικής ίντριγκας σε ένα παιχνίδι εξουσίας.
O κ. Tσίπρας είχε πει άλλωστε ότι ήθελε να γυρίσει σελίδα στην Ευρώπη. Αν αυτός και η Ελλάδα αποτύχουν, τότε θα καλέσει τους πάντες στην Ευρώπη να αντισταθούν στην λιτότητα και να υπερασπιστούν το νέο του οικονομικό πρόγραμμα, που, όπως λέει ο αρθρογράφος, δεν είναι άλλο από τον κρατικό καπιταλισμό με δανεικά και με πολλά χρήματα στην παραδοσιακή πολιτική πελατεία.
Εδώ και καιρό, στις ευρωπαϊκές συνδιασκέψεις, όλοι οι μετέχοντες παίζουν την κολοκυθιά, ώστε κανείς να μη γίνει ο ίδιος αιτία της κατάρρευσης. Όμως ούτε η Ευρώπη ούτε η Ελλάδα θα κερδίσουν κάτι σε βάθος χρόνου, αν οι ηγέτες υποκύψουν στον εκβιασμό του κ. Τσίπρα. Το μόνο που μπορεί κανείς να ελπίζει, είναι ότι ο Τσίπρας και οι σύντροφοί του, δε θα σπρώξουν μια ολόκληρη χώρα στο χάος με την αποτυχία τους. Θα έπρεπε τουλάχιστον, λίγο πριν την κατάρρευση, να αποχωρήσουν,» καταλήγει το δημοσίευμα.