Η ετήσια Έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ξεκίνησε το 2012 να μελετάει τις ενημερωτικές συνήθειες των πολιτών 5 χωρών. Το 2020 η έρευνα έχει επεκταθεί σε 40 χώρες.
Η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στο δείγμα της έρευνας από το 2016 και η διαΝΕΟσις, σε συνεργασία με τον Επίκ. Καθηγητή Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και ερευνητικό συνεργάτη του Ινστιτούτου Reuters για τη μελέτη της δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Αντώνη Καλογερόπουλο, δημοσιεύει τα βασικά ευρήματα που αφορούν την Ελλάδα για τρίτη συνεχόμενη χρονιά.
Τα στοιχεία βασίζονται σε μια μεγάλη διαδικτυακή δημοσκόπηση δείγματος μεγαλύτερου των 2.000 ατόμων ανά χώρα. Στην Ελλάδα το δείγμα ήταν 2.015 ατόμων. Το δείγμα είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού που διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο σε κάθε χώρα (στην Ελλάδα είναι 73%) και όχι αντιπροσωπευτικό του συνολικού πληθυσμού.
Ωστόσο, η φετινή δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε από τα μέσα Ιανουαρίου μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου 2020, δηλαδή πριν από την κρίση του κορωνοϊού. Η κρίση αυτή συνοδεύτηκε από μια μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης ειδήσεων στην Ελλάδα1 αλλά και σε άλλες χώρες2 αλλά και από ένα κύμα παραπληροφόρησης3 σχετικά με τον ιό. Για τον λόγο αυτό, η έκθεση έχει ως θέμα την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο και δεν παρουσιάζει στοιχεία σχετικά με τις ενημερωτικές συνήθειες των Ελλήνων καθώς αυτές έχουν αλλάξει από τον Ιανουάριο του 2020. Περισσότερες πληροφορίες για την έρευνα, το ερωτηματολόγιο και τη μεθοδολογία της υπάρχουν στο digitalnewsreport.org.
Ανησυχία για την παραπληροφόρηση στην Ελλάδα
Το 63% των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου ανησυχούν για την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο των 40 χωρών του δείγματος (56%). Η υψηλή ανησυχία συνδέεται με τη διάδοση της παραπληροφόρησης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα4 η Ελλάδα είναι η λιγότερο ανθεκτική χώρα στην κακόβουλη παραπληροφόρηση μετά τις ΗΠΑ, σε δείγμα 18 δυτικών χωρών. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της έρευνας, οι παράγοντες που ευνοούν την έλλειψη ανθεκτικότητας στην παραπληροφόρηση στην Ελλάδα είναι η χαμηλή εμπιστοσύνη στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η υψηλή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για ενημέρωση, η χαμηλή τηλεθέαση της δημόσιας τηλεόρασης, και η διάδοση του λαϊκισμού στην κοινωνία.
Ανησυχία για διαφορετικές πηγές παραπληροφόρησης
Οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου ανησυχούν κυρίως για την παραπληροφόρηση που πηγάζει από την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα ή τους πολιτικούς (43%), και από δημοσιογράφους ή ειδησεογραφικούς οργανισμούς (29%). Η ανησυχία για την παραπληροφόρηση από δημοσιογράφους και ΜΜΕ είναι πολύ υψηλότερη σε σχέση με τον μέσο όρο του δείγματος των 40 χωρών (13%). Μόλις το 10% ανησυχεί για την παραπληροφόρηση που πηγάζει από απλούς ανθρώπους και 8% για την παραπληροφόρηση από ξένες κυβερνήσεις και πολιτικούς.
Σχετικά με την ανησυχία για την έκθεση σε παραπληροφόρηση σε διαφορετικά διαδικτυακά περιβάλλοντα, οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου ανησυχούν κυρίως για τις επισκέψεις τους στις ιστοσελίδες των μέσων ενημέρωσης (33%) και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, το YouTube ή το Twitter (32%). Στις υπόλοιπες χώρες του δείγματος υπάρχει κατά μέσο όρο εντονότερη ανησυχία για την παραπληροφόρηση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (40%) από όση στην Ελλάδα και χαμηλότερη ανησυχία για παραπληροφόρηση από τα μέσα ενημέρωσης (20%).
Oι ερωτηθέντες άνω των 65 ετών ανησυχούν περισσότερο για την παραπληροφόρηση που συναντούν στα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης (43%) παρά για την παραπληροφόρηση σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης (26%), σε αντίθεση με τους νεότερους. Η διαφορά αυτή δεν οφείλεται σε μικρότερο ποσοστό χρήσης μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τους ηλικιωμένους καθώς στο δείγμα μας, που αποτελείται απόκλειστικά απο χρήστες του διαδικτύου, σχεδόν όλοι οι ερωτηθέντες ανεξαρτήτως ηλικίας είναι χρήστες τουλάχιστον ενός μέσου κοινωνικής δικτύωσης.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα,5 οι χρήστες του διαδικτύου άνω των 65 ετών στις ΗΠΑ ανέβασαν 7 φορές περισσότερες «ψευδείς ειδήσεις» στο Facebook και στο Τwitter σε σχέση με νεότερους χρήστες του διαδικτύου κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2016. Σύμφωνα με την έρευνα, το φαινόμενο παρατηρείται εξαιτίας της έλλειψης ψηφιακού γραμματισμού στις μεγαλύτερες ηλικίες και στη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη που δείχνουν οι ηλικιωμένοι προς τους φίλους και την οικογένειά τους όταν λαμβάνουν ειδήσεις και πληροφορίες.
Η συζήτηση για την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο είναι συνυφασμένη τόσο με τις «ψευδείς ειδήσεις» όσο και με τον ρόλο των πολιτικών διαφημίσεων στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, ιδιαίτερα μετά τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2016. Εταιρείες όπως η ρωσική «Internet Research Agency» χρησιμοποίησαν εργαλεία του Facebook6 που επιτρέπουν τη στοχευμένη διαφήμιση. Οι διαφημίσεις είχαν στόχο να πολώσουν, να αποθαρρύνουν τη συμμετοχή στις εκλογές ψηφοφόρων που παραδοσιακά τείνουν να ψηφίζουν Δημοκρατικούς υποψηφίους ή να τους δώσουν λανθασμένα στοιχεία για την διαδικασία εγγραφής τους στις εκλογές.
Τον Οκτώβριο του 2019 το Twitter αποφάσισε να σταματήσει όλες τις πολιτικές διαφημίσεις, ενώ η Google απαγόρευσε πολιτικές διαφημίσεις με ψευδείς ισχυρισμούς που μπορεί να μειώσουν την εμπιστοσύνη ή τη συμμετοχή στις εκλογές. Το Facebook υιοθέτησε κάποιους χαλαρότερους περιορισμούς, και πρόσφατα ο Μαρκ Ζάκεμπεργκ δήλωσε πως οι εταιρείες τεχνολογίες δεν θα πρέπει να είναι υπεύθυνες να κρίνουν τι είναι αληθές και τι όχι.
Η πλειοψηφία των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου (52%) πιστεύουν πως οι πολιτικοί και τα πολιτικά κόμματα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διαφημίζονται στο Facebook, το Twitter ή την Google, ποσοστό μεγαλύτερο από τις περισσότερες χώρες του δείγματος. Στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 46%, ενώ στη Γαλλία 28% και στο Ηνωμένο Βασίλειο 26%.
Όταν ρωτήσαμε τους Έλληνες τι πιστεύουν για τις ανακριβείς πολιτικές διαφημίσεις, η πλειοψηφία (56%) απάντησε πως οι εταιρείες τεχνολογίας πρέπει να τις αποκλείουν. Το 37% απάντησε πως οι εταιρείες τεχνολογίας δεν θα έπρεπε να αποφασίζουν για το τι είναι αληθές και τι όχι και θα πρέπει να επιτρέψουν ακόμα και τις ανακριβείς πολιτικές διαφημίσεις. Μπορεί αυτή η άποψη να είναι μειοψηφική, όμως στην Ελλάδα συναντάμε το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ερωτηθέντων μετά την Τουρκία, που πιστεύουν πως οι εταιρείες τεχνολογίας δεν πρέπει να αποκλείουν τις ανακριβείς διαφημίσεις ανάμεσα στις 40 χώρες του δείγματος.
Η πλειοψηφία των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου (52%) πιστεύουν πως οι πολιτικοί και τα πολιτικά κόμματα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διαφημίζονται στο Facebook, το Twitter ή την Google, ποσοστό μεγαλύτερο από τις περισσότερες χώρες του δείγματος. Στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 46%, ενώ στη Γαλλία 28% και στο Ηνωμένο Βασίλειο 26%.
Όταν ρωτήσαμε τους Έλληνες τι πιστεύουν για τις ανακριβείς πολιτικές διαφημίσεις, η πλειοψηφία (56%) απάντησε πως οι εταιρείες τεχνολογίας πρέπει να τις αποκλείουν. Το 37% απάντησε πως οι εταιρείες τεχνολογίας δεν θα έπρεπε να αποφασίζουν για το τι είναι αληθές και τι όχι και θα πρέπει να επιτρέψουν ακόμα και τις ανακριβείς πολιτικές διαφημίσεις. Μπορεί αυτή η άποψη να είναι μειοψηφική, όμως στην Ελλάδα συναντάμε το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ερωτηθέντων μετά την Τουρκία, που πιστεύουν πως οι εταιρείες τεχνολογίας δεν πρέπει να αποκλείουν τις ανακριβείς διαφημίσεις ανάμεσα στις 40 χώρες του δείγματος.
Εμπιστοσύνη στις ειδήσεις
Τέλος, στην Ελλάδα διαχρονικά παρατηρούμε χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στις ειδήσεις. Μόλις το 28% των ερωτηθέντων απαντούν πως «εμπιστεύεται τις ειδήσεις τις περισσότερες φορές». Παράλληλα παρατηρούμε σύγκλιση της Ελλάδας στην εμπιστοσύνη στις ειδήσεις με μεγάλες δυτικές χώρες. Αφενός η εμπιστοσύνη στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες από το 2016, αφετέρου παρατηρούμε απότομη πτώση της εμπιστοσύνης στις ειδήσεις σε χώρες όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ. Οι χώρες αυτές τα τελευταία χρόνια αντιμετώπισαν έντονες πολιτικές κρίσεις (Κίτρινα Γιλέκα, Brexit, εκλογή και προεδρία Τραμπ) κατά τη διάρκεια των οποίων η αμφισβήτηση και οι επιθέσεις στα ΜΜΕ και τη δημοσιογραφία είχαν κεντρικό ρόλο.
Παρά την έλλειψη εμπιστοσύνης στις ειδήσεις οι Έλληνες πιστεύουν σε πολύ υψηλό ποσοστό (83%) πως η ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι εξαιρετικά ή πολύ σημαντική για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, ποσοστό αρκετά υψηλότερο από τον μέσο όρο των 40 χωρών (66%). Ενδεικτικά, στη Γαλλία μόλις το 49% θεωρεί πως η ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι πολύ ή εξαιρετικά σημαντική για την κοινωνία.
Η παραπληροφόρηση στην Ελλάδα στην εποχή του κορωνοϊού
Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της πανδημίας στην Ελλάδα, η τηλεθέαση των τηλεοπτικών σταθμών και η επισκεψιμότητα των ψηφιακών μέσων ενημέρωσης αυξήθηκε.7 Τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης κάλεσαν ειδικούς για να εξηγήσουν στο κοινό τι συμβαίνει. Παρά τις θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφόρησαν στα μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι Έλληνες ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό τις υποδείξεις των ειδικών. Σε ένα πιθανό δεύτερο κύμα της πανδημίας, δεδομένης της κόπωσης από τα μέτρα περιορισμού και των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, η ενημέρωση αντιμετωπίζει δυο σημαντικές προκλήσεις: τη διάδοση της παραπληροφόρησης και την αποφυγή της ενημέρωσης.
Συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να υπάρχει στην Ελλάδα μεγαλύτερη εγρήγορση για τις πληροφορίες και τις ειδήσεις που συναντάμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες που είναι πιο επιρρεπείς και στον ιό και στην παραπληροφόρηση που συναντάται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επίσης, η συχνή ενημέρωση για την κατάσταση της πανδημίας και τις οδηγίες που πρέπει να ακολουθούμε είναι σημαντική για τον περιορισμό των κρουσμάτων. Όμως αυτήν την περίοδο συναντάμε υψηλά επίπεδα κόπωσης με τις ειδήσεις που οδηγεί στην αποφυγή της ενημέρωσης για τον κορωνοϊό σε άλλες χώρες,8 ενώ στην Ελλάδα έχουμε παρατηρήσει στο παρελθόν πως αυτή είναι αρκετά διαδεδομένη.9
Παραπομπές
1. Σμυρνάιος Ν. (2020). "Οι επιπτώσεις της κρίσης του κορωνοϊού στον ψηφιακό δημόσιο χώρο" http://dimosiografia.
2. Nielsen, R. K., Fletcher, R., Newman, N., Brennen, J. S., & Howard, P. N. (2020). Navigating the ‘infodemic’: How people in six countries access and rate news and information about coronavirus. Oxford, UK: The Reuters Institute for the Study of Journalism.
3. Brennen, J. S., Simon, F. M., Howard, P. N., & Nielsen, R. K. (2020). Types, sources, and claims of Covid-19 misinformation. Oxford, UK: The Reuters Institute for the Study of Journalism.
4. Humprecht, E., Esser, F., & Van Aelst, P. (2020). Resilience to online disinformation: A framework for cross-national comparative research. The International Journal of Press/Politics, 1940161219900126.
5. Brashier, N. M., & Schacter, D. L. (2020). Aging in an Era of Fake News. Current Directions in Psychological Science, 29(3), 316-323.
6. Kim, Y. M., Hsu, J., Neiman, D., Kou, C., Bankston, L., Kim, S. Y., ... & Raskutti, G. (2018). The stealth media? Groups and targets behind divisive issue campaigns on Facebook. Political Communication, 35(4), 515-541.
7. Σμυρναίος Ν. (2020). "Οι επιπτώσεις της κρίσης του κορωνοϊού στον ψηφιακό δημόσιο χώρο" http://dimosiografia.
8. Kalogeropoulos, A., Fletcher, R., & Nielsen, R. K. (2020). Initial Surge in News Use around Coronavirus in the UK Has Been Followed by Significant Increase in News Avoidance. Οxford, UK: Reuters Institute for the Study of Journalism.
9. Καλογερόπουλος, Α. (2019). "Οι Ψηφιακές Ειδήσεις στην Ελλάδα 2019". Αθήνα: διαΝΕΟσις. https://www.