Την 107η θέση - ανάμεσα σε 180 χώρες - καταγράφει η Ελλάδα στην ετήσια έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF). Μάλιστα, η χώρα μας καταγράφει χειρότερη βαθμολογία σε σχέση με το 2022, παρά το γεγονός ότι λόγω της πτώσης του Τσαντ εμφανίζεται μόλις μια θέση πάνω από πέρυσι, όταν ήταν στην 108η σειρά .
Συγκεκριμένα, η χώρα λαμβάνει συνολική αξιολόγηση στην 107η θέση, «τερματίζοντας»:
-134η στον οικονομικό δείκτη
-130η στον κοινωνικό δείκτη
-100η στον πολιτικό δείκτη
-92η στον νομικό δείκτη
-91η στον δείκτη ασφάλειας
Η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα υπέστη σοβαρά πλήγματα μεταξύ 2021 και 2023, μεταξύ άλλων με ένα σκάνδαλο υποκλοπών που αποκάλυψε ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) κατασκοπεύει αρκετούς δημοσιογράφους. Επιπλέον, οι SLAPPs (στρατηγικές αγωγές κατά δημοσιογράφων) είναι συνηθισμένες και, ακόμη πιο ανησυχητικό, η δολοφονία του βετεράνου δημοσιογράφου του εγκλήματος Γιώργου Καραϊβάζ το 2021 δεν εξιχνιάστηκε ποτέ» αναφέρει η έκθεση.
«Η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στα μέσα ενημέρωσης είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια. Λίγοι μεγάλοι ιδιωτικοί όμιλοι, όπως η Alter Ego Media, συνυπάρχουν με εκατοντάδες διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης, γεγονός που συμβάλλει στον υψηλό κατακερματισμό του τοπίου των μέσων ενημέρωσης. Ομοίως, λίγοι επιχειρηματίες διευθύνουν τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης, ενώ παράλληλα εμπλέκονται και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς με υψηλή αξία. Ορισμένοι από αυτούς έχουν στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ της χώρας. Ως αποτέλεσμα, ο Τύπος είναι πολύ πολωμένος» επισημαίνει.
«Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, θέτοντας σε κίνδυνο τη συντακτική ανεξαρτησία των τελευταίων. Η ρυθμιστική αρχή ραδιοτηλεόρασης, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (NCRTV), η οποία κατηγορείται για αργή και αναποτελεσματική λειτουργία, δεν έχει αναθεωρηθεί σημαντικά από την τρέχουσα ή την προηγούμενη κυβέρνηση. Υπό την εποπτεία του πρωθυπουργού, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) συμμετείχε στην παρακολούθηση δημοσιογράφων, πολλοί από τους οποίους έγιναν στόχος του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator» συμπληρώνει η έκθεση.
«Παρά τις συνταγματικές εγγυήσεις, η ελευθερία του Τύπου έχει αμφισβητηθεί σε νομοθετικό επίπεδο. Η νέα νομοθεσία που ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο, με σκοπό να παρέχει στους πολίτες καλύτερη προστασία από αυθαίρετες παρακολουθήσεις, ως απάντηση στο σκάνδαλο υποκλοπών “Predatorgate”, υπολείπεται των ευρωπαϊκών προτύπων. Ένα νέο νομοσχέδιο για τα μέσα ενημέρωσης θέσπισε μια αμφιλεγόμενη επιτροπή δεοντολογίας. Ωστόσο, προηγούμενες τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα που επέτρεπαν δυσανάλογο περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου για αμφίβολους νομικούς λόγους καταργήθηκαν τελικά» προσθέτει.
Μάλιστα, «η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, σε συνδυασμό με τη μείωση του αναγνωστικού κοινού και των διαφημιστικών προϋπολογισμών, έθεσε υπό αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη επιβίωση πολλών μέσων ενημέρωσης. Τα αποτελέσματα της νέας νομοθεσίας που αποσκοπεί στην αύξηση της διαφάνειας της ιδιοκτησίας και της χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης μένει να φανεί».
Η έκθεση υποστηριζει πως «ακροαριστεροί και ακροδεξιοί ακτιβιστές επιτίθενται τακτικά στις εγκαταστάσεις των μέσων ενημέρωσης που θεωρούν ιδεολογικούς εχθρούς. Επιπλέον, οι γυναίκες δημοσιογράφοι έρχονται συχνά αντιμέτωπες με σεξισμό στον εργασιακό χώρο».
«Η αστυνομία καταφεύγει τακτικά στη βία και σε αυθαίρετες απαγορεύσεις για να παρεμποδίσει τη δημοσιογραφική κάλυψη των διαδηλώσεων και της προσφυγικής κρίσης στα νησιά. Η αστυνομία άσκησε ποινικές διώξεις εναντίον ενός διακεκριμένου φωτορεπόρτερ που συνελήφθη ενώ κάλυπτε μια αστυνομική επιχείρηση στην Αθήνα. Ένας άλλος δημοσιογράφος που έπεσε θύμα αδικαιολόγητης αστυνομικής βίας, κέρδισε την υπόθεσή του στο δικαστήριο μόνο μετά από 12 χρόνια. Παρά τις υποσχέσεις για ταχεία έρευνα, οι αρχές δεν έχουν μέχρι στιγμής επιλύσει τη δολοφονία του βετεράνου αστυνομικού ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ, ο οποίος πυροβολήθηκε έξω από το σπίτι του στην Αθήνα μέρα μεσημέρι. Ωστόσο, αναμένονται συγκεκριμένες λύσεις από μια ομάδα εργασίας για την προστασία των δημοσιογράφων» καταλήγει η έκθεση.