Στις αρχές της επόμενης εβδομάδας ξεκινά η διαδικασία προκήρυξης για τις τηλεοπτικές άδειες και η προθεσμία υποβολής των φακέλων από τους ενδιαφερόμενους θα διαρκέσει 45 ημέρες.
Αυτό δήλωσε νωρίτερα το πρωί της Πέμπτης (05/05), ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο».
Ο υπουργός Επικρατείας ανέφερε πως ολοκληρώνεται η δημόσια διαβούλευση και πως έχουν κατατεθεί σχόλια, τα οποία θα μελετηθούν, ώστε αν χρειαστεί, να ενσωματωθούν ή ακόμη και να γίνουν ορισμένες νομοθετικές παρεμβάσεις. Εν συνεχεία, αρχές της εβδομάδας, 9-10 Μαΐου, θα ξεκινήσει η διαδικασία υποβολής των φακέλων, η οποία έχει προθεσμία 45 ημέρες, και ακολουθεί η διαδικασία υποβολής ενστάσεων, σύμφωνα με όλες τις πρόνοιες του νόμου.
Αναφερθείς στη διαδικασία του διαγωνισμού και στους όρους για τη χορήγηση αδειών, τόνισε: «Είναι σαφές ότι δικαιούνται και θα ξέρουν οι συμμετέχοντες ποιο θα είναι το τηλεοπτικό τοπίο για τον αριθμό των αδειών. Διάφορες πλευρές εγείρουν ζήτημα για τις 4 άδειες. Είπα ότι η συζήτηση θα λήξει όταν ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός. Θα έχουν γνώση οι συμμετέχοντες. Μπορεί να αυξηθεί, αλλά σε κάθε περίπτωση το ανταγωνιστικό περιβάλλον θα είναι γνωστό. Η αδειοδότηση γίνεται μέσω συνθηκών πλήρους νομιμότητας και διαφάνειας. Ζούσαμε χωρίς ΕΣΡ μια κατάσταση αβεβαιότητας κι αδιαφάνειας. Αυτό, τέλος».
Ο Νίκος Παππάς έκανε σαφές πως στο νέο περιβάλλον θα είναι όλες οι άδειες πανελλαδικές και πως η νέα τηλεοπτική σεζόν θα είναι και το νέο τηλεοπτικό τοπίο, μια καινούρια μέρα για την ελληνική τηλεόραση. Ο διαγωνισμός για τις άδειες των περιφερειακών καναλιών θα ακολουθήσει μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού για τις άδειες εθνικής εμβέλειας, είπε. Ξεκαθάρισε επίσης, αναφορικά με την Digea, πως η πρόσβαση ακριτικών περιοχών στο σήμα είναι ζήτημα δημόσιου συμφέροντος και δεν μπορεί να βρίσκεται στα χέρια ιδιώτη.
Απαντώντας σε ερώτηση για την προδικαστική προσφυγή του Mega, τόνισε πως «ο καθένας μπορεί να προασπίσει τα συμφέροντα της εταιρείας του, εμείς είμαστε συνεπείς και συμβατοί με ό,τι λέει ο νόμος, η αποφασιστικότητα και η πολιτική βούληση αυτής της κυβέρνησης, σε ό,τι έχει δεσμευθεί, είναι δεδομένη».
Ο υπουργός Επικρατείας απέκλεισε το ενδεχόμενο δικαστικών διαδικασιών, με αφορμή την προδικαστική προσφυγή του Mega και του κ. Ψυχάρη, ώστε να μην προωθηθεί ο νόμος και να υπάρξουν καθυστερήσεις, σημειώνοντας πως θα υπάρξει κανονική εφαρμογή του διαγωνισμού.
Σχετικά με την κριτική για το μέλλον των εργαζομένων στο νέο τηλεοπτικό τοπίο, είπε πως όσοι ανησυχούν θα πρέπει να δουν πως πρώτη φορά προβλέπεται αριθμός και κριτήρια - όροι και πως πρέπει να είναι βιώσιμα τα τηλεοπτικά σχήματα, ώστε να ανταποκρίνονται και στις θέσεις εργασίας. «Αυτοί που ήθελαν την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, δε γίνεται. Ή η πίτα θα είναι αφάγωτη, ή ο σκύλος χορτάτος», τόνισε χαρακτηριστικά.
Επιβεβαίωσε την πρόταση του επιχειρηματία Φίλιππου Βρυώνη για 35 εκατ. ευρώ για την απόκτηση της μίας εκ των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών που θα προκηρυχθούν, ενώ όπως είναι γνωστό, η τιμή εκκίνησης για τη συμμετοχή στον σχετικό διαγωνισμό έχει προσδιοριστεί στα 3 εκατ. ευρώ. «Εμείς δεν θέσαμε μια πολύ υψηλή τιμή εκκίνησης. Σε κάθε περίπτωση, δεν απαγορεύεται να πάει η τιμή στα 35 εκατ. Καλοδεχούμενο ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Θα υπάρχει επίσης και η τμηματική καταβολή του τιμήματος: μπορούμε να τη συζητήσουμε σε 2 ή 3 έτη. Πάντως η διεξαγωγή της διαγωνιστικής διαδικασίας είναι ακριβώς όπως υποσχεθήκαμε τον Ιούλιο», επεσήμανε.
Για τη διαπραγμάτευση
Ο υπουργός Επικρατείας επανέλαβε πως η κυβέρνηση εμμένει στη συμφωνία του Ιουλίου και πως η χώρα έχει κατοχυρώσει κερδισμένο έδαφος, ενώ διαψεύστηκαν οι καταστροφολόγοι.
Αναφορικά με τα προληπτικά μέτρα που ζητά το ΔΝΤ, τόνισε: «Ζητούνται προληπτικά μέτρα από όσους αρνούνται να αποδεχθούν πως τα πήγαμε καλύτερα από ό,τι περίμεναν. Όμως διευρύνεται το τόξο υπέρ της Ελλάδας, με βάση τη συμφωνία του Ιουλίου. Δυστυχώς κάποιοι παρεκκλίνουν κι αυτό δεν γίνεται αποδεκτό. Δεν γίνεται αποδεκτό ούτε από μας, ούτε από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Διέψευσε, τέλος, οποιοδήποτε σενάριο για κατάσταση έκτακτης ανάγκης: «Όλες οι πλευρές επιθυμούν να τελειώνουμε γρήγορα (με τη διαπραγμάτευση και την αξιολόγηση) κι όποιος δεν θέλει, είναι για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων».