Κοινή ανακοίνωση εξέδωσαν ΣΔΕ, ΕΔΕΕ και ΕΙΤΗΣΕΕ αναφορικά με το σχέδιο νόμου του ΥΨΗΠΤΕ με τίτλο «Ηλεκτρονικό σύστημα διάθεσης τηλεοπτικού διαφημιστικού χρόνου».
Πιο συγκεκριμένα οι φορείς εκφράζουν τις ενστάσεις τους πάνω σε σχετικό κείμενο σχεδίου νόμου που κυκλοφόρησε από ανεπίσημη πηγή στις 15 Ιουνίου και το οποίο αποτελεί μερική τροποποίηση αυτού που είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση τον Ιούλιο 2016, με την παρακάτω αιτιολογική βάση: «Με το Ηλεκτρονικό Σύστημα ρυθμίζεται, απλουστεύεται και εκσυγχρονίζεται η διάθεση και η αγορά τηλεοπτικού διαφημιστικού χρόνου στους δημόσιους και ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας γενικού περιεχομένου, με στόχο την επίτευξη διαφάνειας στον εν γένει χώρο, τον περιορισμό των φαινομένων φοροδιαφυγής και νόθευσης του υγιούς ανταγωνισμού αλλά και την προστασία ευαίσθητων κοινωνικά ομάδων, όπως των ανήλικων».
Όπως αναφέρουν στην σχετική ανακοίνωση, οι εταίροι της αγοράς διαφήμισης, όπως εκπροσωπούνται από το ΣΔΕ, την ΕΔΕΕ και την ΕΙΤΗΣΕΕ είχαν τοποθετηθεί στη δημόσια διαβούλευση εκφράζοντας την αντίθεσή τους σε ένα κρατικό μηχανισμό διαχείρισης ιδιωτικών συναλλαγών και είχαν αντιπροτείνει ένα διακλαδικό όργανο, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του Υπουργείου.
Τονίζουν, όμως, το παρόν σχέδιο, όπως έχει, μικρές διαφορές παρουσιάζει από το αρχικό κείμενο.
Πιο συγκεκριμένα:
• «Ενώ ορίζει ως «Ρυθμιστή» το ΕΣΡ, στην πραγματικότητα το ΕΣΡ λειτουργεί μόνον ως επόπτης, ενώ η ιδιοκτησία του συστήματος παραμένει κρατική, καθώς το Υπουργείο ΨΗΠΤΕ σχεδιάζει και αναθέτει, δυνάμει δικής του εντολής, την κατασκευή και λειτουργία της πλατφόρμας σε ιδιώτη ανάδοχο, ενώ δίνει στον εαυτό του επιπλέον εξουσιοδοτική αρμοδιότητα για το άμεσο ή απώτερο μέλλον.
• Δεν χρειάζεται εκτενής νομική επιχειρηματολογία για να αντιληφθεί ο μέσος πολίτης ότι η υποχρεωτική και αποκλειστική διαχείριση ιδιωτικών συναλλαγών από κρατικό φορέα παραβιάζει θεμελιώδεις ατομικές και επιχειρηματικές ελευθερίες που προστατεύονται από το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως η ελευθερία των συμβάσεων, δηλαδή η ελεύθερη επιλογή του ποιος συμβάλλεται με ποιον και τι περιεχόμενο έχει η σύμβασή τους.
• Πιο απλά, με την υποχρεωτική δημοπράτηση του διαφημιστικού χρόνου, τους «αλγορίθμους βελτιστοποίησης» που προσδιορίζουν τις τιμές και την κατανομή του διαφημιστικού χρόνου και την εκκαθάριση, τιμολόγηση και είσπραξη από το σύστημα, οι επιχειρήσεις της αγοράς εκχωρούν σε ένα οιονεί κρατικό μονοπώλιο τις μεταξύ τους συναλλαγές. Αυτό είναι κάτι που δεν υπάρχει, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει σε οιαδήποτε ευρωπαϊκή ή άλλη χώρα προηγμένου νομικού πολιτισμού, για προφανείς λόγους.
• Επιπλέον, η προτεινόμενη πώληση του διαφημιστικού χρόνου αποκλειστικά και μόνο με δημοπράτηση, είναι πρακτικά αδύνατη. Σε κανένα μέρος του κόσμου δεν εφαρμόζεται αντίστοιχο σύστημα για το σύνολο του διαφημιστικού χρόνου. Η αγορά της τηλεοπτικής διαφήμισης είναι μια αγορά σύνθετη και τεχνικά ιδιόμορφη. Σε αντίθεση με τα Χρηματιστήρια και τις αγορές εμπορευμάτων, είναι τεχνικά ανέφικτο να λειτουργήσει σε μια αυτοματοποιημένη πλατφόρμα δημοπρασίας που επιλέγει τον αγοραστή με αλγόριθμους, με δεδομένο ότι το κάθε δευτερόλεπτο τηλεοπτικού διαφημιστικού χρόνου εκτός από ποσοτικά, διαθέτει και ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως π.χ. διαφορετική απήχηση σε διαφορετικά κοινά κλπ. Αποτέλεσμα αυτού θα ήταν η κατάργηση κάθε ειδικής ενέργειας και η μείωση της αποτελεσματικότητας.
• Ακόμα, πρέπει όλοι να κατανοήσουν ότι η συγκεκριμένη αγορά λόγω της φύσης της, αλλάζει συνεχώς και απαιτεί ταχύτατη προσαρμοστικότητα σε νέα δεδομένα. Η προκήρυξη και ανάθεση από το Δημόσιο ενός τέτοιου έργου, λόγω των διαδικασιών που οφείλει να ακολουθεί το Δημόσιο, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας ζωντανής αγοράς»