«Startups» ή νεοφυείς επιχειρήσεις. Η νέα μορφή επιχειρηματικότητας της τελευταίας δεκαετίας έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο επιχειρηματικό τοπίο, προσελκύοντας διαρκώς αυξανόμενο αριθμό επενδυτών τόσο σε διεθνές όσο και εγχώριο επίπεδο. Τι είναι όμως οι startups και ποια στοιχεία τις διακρίνουν από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις;
Το κυρίαρχο στοιχείο της startup φιλοσοφίας είναι η καινοτομία. Ο πυρήνας μίας νεοφυούς επιχείρησης είναι οι καινοτόμες ιδέες σε συνδυασμό με ένα πρωτοποριακό και βιώσιμο επιχειρηματικό σχέδιο. Οι startups χαρακτηρίζονται από εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με το ανθρώπινο δυναμικό που απασχολούν, καθώς και από στοιχεία έντονης εξωστρέφειας, άμεσης δηλαδή αλληλεπίδρασης με τη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Στην Ελλάδα, οι startup επιχειρήσεις ακμάζουν κυρίως στον κλάδο της τεχνολογίας, ενώ ιδιαίτερες προοπτικές δημιουργούνται και στον αγροδιατροφικό τομέα και τον τομέα του τουρισμού, δίνοντας προστιθέμενη αξία στην επιχειρηματική και οικονομική δραστηριότητα της χώρας και στην αύξηση της απασχόλησης. Εταιρείες όπως η Taxibeat, η e-food και η Workable αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα επιτυχημένων ελληνικών startups.
Ελλείψει ειδικού θεσμικού πλαισίου για την ίδρυση και λειτουργία startups εταιρειών, εφαρμόζονται γι’ αυτές οι διατάξεις και διαδικασίες του εταιρικού δικαίου ανάλογα με τον εταιρικό τύπο που θα επιλεγεί (συνήθως επιλέγεται ο εταιρικός τύπος της ΙΚΕ, λόγω της ευελιξίας που παρέχει).
Τρόποι Χρηματοδότησης – Τα “Venture Capital”
Η εύρεση χρηματοδότησης είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει μια startup εταιρεία και ίσως ο συνηθέστερος λόγος για τον οποίο πρωτοποριακές και φιλόδοξες ιδέες δεν προχωρούν.
Εκτός από τις παραδοσιακές πηγές χρηματοδότησης, δηλαδή την χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια και την τραπεζική δανειοδότηση, χρησιμοποιούνται –ευρέως στο εξωτερικό και τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα- νεοεμφανιζόμενες εναλλακτικές μέθοδοι, όπως το “crowdfunding” («χρηματοδότηση από το πλήθος» ή «διαδικτυακή μικροχρηματοδότηση»), τα επενδυτικά κεφάλαια, οι επιχειρηματικοί άγγελοι (ΕΑ), δηλαδή ιδιώτες επενδυτές που επενδύουν με ίδια κεφάλαια σε μια εταιρεία με αντάλλαγμα εταιρικά μερίδια ή μετοχές και τα Venture Capital (VC), που αποτελούν την πιο δημοφιλή πηγή χρηματοδότησης.
Τα VC («κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών» ή «καινοτόμα κεφάλαια» ή «κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου») αποτελούν οργανωμένα funds επενδυτών που πραγματοποιούν επενδύσεις υψηλού ρίσκου σε νέες startups κυρίως στο χώρο της τεχνολογίας. Οι Venture Capitalists επενδύουν με πολύ μεγαλύτερα ποσά συγκριτικά με τους ΕΑ, ωστόσο οι ΕΑ επενδύουν σε μια ιδέα, ενώ οι VCs θα επενδύσουν αφού η εταιρεία έχει κάνει τα πρώτα της βήματα και παρουσιάζει αποτελέσματα και πρόοδο.
Υπό το ελληνικό δίκαιο, τα VC αποτελούν κατ’ ουσίαν τα κεφάλαια μιας ανώνυμης εταιρείας που ιδρύεται με αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια συγκεκριμένης επενδυτικής δραστηριότητας. Η ανώνυμη αυτή εταιρεία εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 2367/1995 όταν συμμετέχει στο κεφάλαιο επιχειρήσεων που εδρεύουν είτε στην Ελλάδα ή σε κράτος-μέλος της Ε.Ε., είτε σε τρίτη χώρα, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ή την παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η εταιρεία που ιδρύεται και λειτουργεί ως Εταιρεία Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών (ΕΚΕΣ) οφείλει να γνωστοποιήσει την ίδρυσή της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Πρόκειται δηλαδή για έναν ρυθμιζόμενο τομέα επενδυτικής δραστηριότητας, γεγονός που υποδηλώνει και τον αυξημένο κίνδυνο που τη συνοδεύει.
Κάποιες από τις –ενδεικτικά αναφερόμενες στο νόμο- επενδυτικές κινήσεις μιας ΕΚΕΣ είναι, μεταξύ άλλων, η επένδυση σε ομολογίες, η τοποθέτηση των διαθέσιμων κεφαλαίων σε καταθέσεις και οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, η παροχή εγγυήσεων υπέρ των startups, προκειμένου να τους χορηγηθούν δάνεια, καθώς και η παροχή υπηρεσιών για την υποστήριξη του έργου τους στην έρευνα και την ανάλυση επενδυτικών προγραμμάτων. Το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΚΕΣ ανέρχεται σε 300.000€, ενώ ταυτόχρονα προβλέπονται από το νόμο φορολογικά πλεονεκτήματα, όπως για παράδειγμα χαμηλότερος συντελεστής φορολογίας καθώς και έκπτωση συγκεκριμένων φόρων από το συνολικό φορολογητέο ποσό.
Σημειώνεται ότι η ευρωπαϊκή αγορά των VC καθώς και ο κλάδος των startups, παρότι βρίσκονται σε ανοδική πορεία, υστερούν διαχρονικά σε σχέση με τις Η.Π.Α. H ελληνική αγορά VC παρουσίασε αναπτυξιακή δυναμική στα τέλη της δεκαετίας του 1990, επλήγη όμως στη συνέχεια από τις στρεβλώσεις της χρηματιστηριακής αγοράς. Η αναγέννηση τόσο της εγχώριας αγοράς VC όσο και του οικοσυστήματος των ελληνικών startups ξεκίνησε το 2009, ενώ, σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία, τα συνολικά κεφάλαια που επενδύθηκαν την περίοδο 2010-2018 από VC σε ελληνικές startups υπολογίζονται σε περίπου $2,4 δις.
Το “SAFE”
Για την υλοποίηση της χρηματοδότησης των startups μέσω VC, συνηθίζεται να υπογράφεται αρχικά ένα συμφωνητικό δικαιώματος συμμετοχής μεταξύ εταιρείας, ιδρυτών και επενδυτών, στα πρότυπα του “Simple Agreement for Future Equity” (“SAFE”) το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως στις Η.Π.Α. και στον Καναδά λόγω του απλού μηχανισμού του. Πρόκειται για ένα ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφεται μεταξύ του επενδυτή και της εταιρείας και των ιδρυτών της και παρέχει δικαίωμα στον επενδυτή για μελλοντική απόκτηση μεριδίων ή μετοχών στην εταιρεία με την επέλευση ενός συγκεκριμένου επενδυτικού γεγονότος. Οι ακριβείς όροι του SAFE ποικίλλουν, ωστόσο ο βασικός μηχανισμός συνίσταται στη χορήγηση ενός συγκεκριμένου ποσού χρηματοδότησης από τον επενδυτή στην εταιρεία κατά την υπογραφή. Σε αντάλλαγμα συμφωνείται ότι ο επενδυτής θα λάβει μερίδια ή μετοχές στην εταιρεία σε μεταγενέστερο χρόνο, ανάλογα με συγκεκριμένα κριτήρια που ορίζονται ως επενδυτικά γεγονότα. Συνήθως τα μερίδια/μετοχές που χορηγούνται στον επενδυτή είναι προνομιούχα, έτσι ώστε σε περίπτωση π.χ. νέου γύρου χρηματοδότησης να διατηρήσει το ποσοστό του ή σε περίπτωση εξαγοράς της εταιρείας να λάβει την αξία των μεριδίων/μετοχών του πριν από τους λοιπούς μετόχους. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή μεταβίβαση μετοχών, οι μετοχές δεν αποτιμώνται κατά την υπογραφή του SAFE. Αντ’ αυτού, ο επενδυτής και η εταιρεία διαπραγματεύονται τον μηχανισμό και τους όρους βάσει των οποίων θα μεταβιβασθούν ή θα εκδοθούν οι μετοχές στο μέλλον οπότε και θα πραγματοποιηθεί η αποτίμηση. Οι όροι αυτοί περιλαμβάνουν συνήθως ένα ανώτατο ποσό αποτίμησης για την εταιρεία (“Valuation Cap”) ή/και μια έκπτωση στην αποτίμηση κατά τη στιγμή του επενδυτικού γεγονότος. Με τον τρόπο αυτό, ο επενδυτής επωφελείται από την πιθανή ανάκαμψη της επιχείρησης από τη στιγμή της υπογραφής του SAFE (και της χορήγησης της χρηματοδότησης) και της επέλευσης του επενδυτικού γεγονότος.
Παρότι πρόκειται για έναν φαινομενικά απλό μηχανισμό, στην πράξη η εφαρμογή του στις ελληνικές εταιρείες παρουσιάζει δυσκολίες. Οι διαφορές της ελληνικής νομοθεσίας με τις αλλοδαπές έννομες τάξεις, η ορολογία που χρησιμοποιείται στο SAFE κατά τα αμερικανικά πρότυπα και οι ειδικές διαδικασίες που προβλέπονται από το ελληνικό εταιρικό δίκαιο για την είσοδο και συμμετοχή επενδυτών σε εταιρείες, την έκδοση προνομιούχων μετοχών κλπ. καθιστούν το SAFE ένα δύσχρηστο εργαλείο που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει πλήρως τον σκοπό του. Ως εκ τούτου, η εναρμόνιση του SAFE στα ελληνικά πρότυπα, η προσθήκη μηχανισμών εισόδου του επενδυτή συμβατών με το ελληνικό εταιρικό δίκαιο και η καταγραφή συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, κρίνεται απαραίτητη για την εξασφάλιση και των δύο πλευρών και την διευκόλυνση υλοποίησης της επένδυσης.
Τρόποι συμμετοχής επενδυτών σε ελληνικές εταιρείες
Στην πράξη, η είσοδος επενδυτών σε μία ελληνική (startup) εταιρεία μπορεί να υλοποιηθεί με τους ακόλουθους τρόπους:
α) με μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων ή μετοχών από τους υφιστάμενους εταίρους/μετόχους ή/και
β) με αύξηση του εταιρικού/μετοχικού κεφαλαίου και κάλυψη των νέων εισφορών από τον επενδυτή. Η αύξηση του κεφαλαίου συχνά γίνεται με έκδοση νέων εταιρικών μεριδίων/μετοχών «υπέρ το άρτιο», δηλαδή με καταβολή ποσού μεγαλύτερου από την ονομαστική αξία των εταιρικών μεριδίων/μετοχών, προκειμένου ο επενδυτής να καταβάλει στην εταιρεία το απαραίτητο χρηματικό ποσό για τη χρηματοδότησή της, χωρίς να μεταβληθεί σημαντικά το ποσοστό συμμετοχής των ιδρυτών, και να υπάρξει έτσι εξίσωση των δικαιωμάτων στην υπεραξία της επιχείρησης των νέων μετόχων με εκείνα των παλαιών.
Για τη ρύθμιση των εσωτερικών σχέσεων των εταίρων συνήθη πρακτική αποτελεί και η υπογραφή «εξωεταιρικών συμφωνιών» μεταξύ παλαιών και νέων εταίρων, ενοχικών δηλαδή συμφωνιών που δεν συμπεριλαμβάνονται στο καταστατικό της εταιρείας και αφορούν συνήθως την ενάσκηση εταιρικών δικαιωμάτων με ορισμένο τρόπο, την ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων ή τη συμπλήρωση διατάξεων του καταστατικού.
Ειδικά για την περίπτωση της ΙΚΕ, προβλέπεται και η δυνατότητα παροχής εξωκεφαλαιακών εισφορών, δηλαδή παροχών που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κεφαλαιακής εισφοράς, όπως π.χ. ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών, με αντάλλαγμα εταιρικά μερίδια. Η αξία και το είδος των εξωκεφαλαιακών εισφορών, η χρονική διάρκεια παροχής της εργασίας ή των υπηρεσιών και όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά αποτελούν αντικείμενο συμφωνίας των εταίρων που αποτυπώνεται με ακρίβεια στο καταστατικό της εταιρείας. Η δυνατότητα αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και επωφελής για την εταιρεία (και συνακόλουθα για τους ιδρυτές της), καθώς απολαμβάνει σημαντικές για την ανάπτυξή της υπηρεσίες λ.χ. προώθησης, διοικητικής οργάνωσης, έρευνας, λογιστικής ή τεχνικής υποστήριξης κλπ. χωρίς επιπλέον κόστος.
Συμπεράσματα
Είναι γεγονός ότι η αναδυόμενη βιομηχανία των ελληνικών startups έχει αποκτήσει αξιοσημείωτο μέγεθος. Οι startups δημιουργούν προοπτική οικονομικής και επιχειρηματικής ανάπτυξης και μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και σύγχρονης επιχειρηματικής συνείδησης. Προς τον σκοπό ωστόσο ενθάρρυνσης της νεοφυούς επιχειρηματικότητας και την απόκτηση μεγαλύτερης αναπτυξιακής προοπτικής, απαιτείται μεταξύ άλλων η υποστήριξη εναλλακτικών μηχανισμών χρηματοδότησης και η εναρμόνιση μέσων και διαδικασιών που χρησιμοποιούνται διαχρονικά στην αλλοδαπή με τις προβλέψεις και δυνατότητες του ελληνικού (εταιρικού) δικαίου.
* Η VDI δραστηριοποιείται σε ένα ευρύ και ολοένα αυξανόμενο φάσμα ζητημάτων εμπορικού και εταιρικού δικαίου, συνδυάζοντας τη νομική κατάρτιση και εμπειρία με την ευελιξία και κατανόηση των σύγχρονων προκλήσεων στο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον."