Σκοπός του έργου NARSES –που χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Αριστεία-ΕΣΠΑ και εκπονήθηκε στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών– ήταν η χαρτογράφηση των σχέσεων επιστημών και θρησκείας από τον 4ο αιώνα μ.Χ. μέχρι τον 20ό αιώνα στις περιοχές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου. Συγκεκριμένα, το έργο μελέτησε τις σχέσεις αυτές σε κοινωνικοπολιτικά μορφώματα όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν, κατά περιόδους, είτε κυρίαρχο είτε μείζον δόγμα.
Η ιστορική μελέτη των σχέσεων θρησκείας και επιστήμης είναι απαραίτητη για την κατανόηση των σχέσεων κοινωνίας και επιστήμης. Το «ερώτημα του Needham» (γιατί κάποιες κοινωνίες αναπτύσσουν μια συγκεκριμένη επιστημονική πρακτική) είναι στενά δεμένο με αυτές τις σχέσεις.
Το έργο NARSES κάλυψε ένα κενό στην ιστοριογραφία: παρά το γεγονός ότι μια εκτεταμένη βιβλιογραφία ασχολείται με τις σχέσεις επιστημών και χριστιανισμού στη Δύση, αντίστοιχες μελέτες για τις περιοχές του Βυζαντίου, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των Βαλκανίων οι οποίες ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Η διεπιστημονική έρευνα του έργου φιλοδοξεί να αποκαλύψει άγνωστες πτυχές των σχέσεων επιστημών και θρησκείας, με σημαντικές επιπτώσεις στην ανάλογη βιβλιογραφία η οποία αναπτύχθηκε σε σχέση με τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Το έργο NARSES ανέδειξε την πολυπλοκότητα των σχέσεων ορθοδοξίας – επιστημών. Από τον 3ο έως τον 8ο αιώνα οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι βυζαντινοί θεολόγοι επιχείρησαν να μελετήσουν τη Δημιουργία με τη βοήθεια των φιλοσοφικών εργαλείων των αρχαίων Ελλήνων. Όμως, από την εικονομαχία (711-843 μ.Χ.) και μετά, ένα μέρος των θεολόγων θα παραμερίσουν τις επιστήμες και την κοσμική γνώση, καθώς η εστίαση μετατοπίζεται από τον φυσικό κόσμο ως εικόνα της θείας δημιουργίας, στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου ως εικόνα του Θεού. Η στάση αυτή ενισχύθηκε από το κίνημα των Ησυχαστών του 14ου αιώνα, που προώθησε την ιδέα της άμεσης επαφής μεταξύ του πιστού και της Δημιουργίας του Θεού, τον Κόσμο, χωρίς τη μεσολάβηση της ορθολογικής σκέψης, δηλαδή της επιστήμης. Παρόλα αυτά, την ίδια περίοδο οι επιστήμες ανθούν στο κόσμο του Βυζαντίου. Το NARSES ανέδειξε επίσης τις δυσκολίες της μετάβασης της Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας από την προ-νεωτερικότητα στη νεωτερικότητα. Καθώς οι ορθόδοξοι λαοί δεν μετείχαν άμεσα στην Αναγέννηση τον 15ο αι. και στην ανάδειξη των νέων επιστημών τον 16ο-17ο αι., ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός προκάλεσε τον 18ο αι. αντιπαραθέσεις που ενισχύθηκαν από την παραδοσιακή αντιπαλότητα μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η διαμάχη για το πού ανήκει η Ορθοδοξία, στην ευρωπαϊκή Δύση ή στην ασιατική Ανατολή, έχει τις ρίζες της σε αυτή την περίοδο. Η συζήτηση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, καθώς το ζήτημα της ευρωπαϊκής ταυτότητας είναι και πάλι στην επικαιρότητα.