Η Kaspersky Lab ανακοίνωσε ότι καταθέτει προσφυγή ενάντια στην απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (DHS) για τη Δεσμευτική Λειτουργική Οδηγία 17-01 που απαγορεύει τη χρήση των προϊόντων της εταιρείας σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες.
Η Kaspersky Lab έχει ασκήσει προσφυγή βάσει του Κώδικα περί Διοικητικής Διαδικασίας ώστε να επιβάλει τα συνταγματικά της δικαιώματα και να αμφισβητήσει τη Δεσμευτική Λειτουργική Οδηγία που απαγορεύει τη χρήση των προϊόντων και των λύσεων της εταιρείας από κυβερνητικούς οργανισμούς των ΗΠΑ. Η εταιρεία ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Υπουργείου είναι αντισυνταγματική και βασίστηκε σε υποκειμενικές, μη τεχνικές δημόσιες πηγές, όπως αναφορές ανεπιβεβαίωτων και συχνά ανώνυμων πηγών, σχετικές αξιώσεις και φήμες. Επιπλέον, το Υπουργείο παρέλειψε να παράσχει στην εταιρεία την κατάλληλη διαδικασία για να αντικρούσει τους αβάσιμους ισχυρισμούς στους οποίους βασίζεται η Οδηγία και δεν παρείχε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τα «σφάλματα» της εταιρείας.
Η προθυμία της εταιρείας να συνεργαστεί με την επισκόπηση του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ έχει τεκμηριωθεί καλά. Με δεδομένη τη μακροχρόνια δέσμευση της εταιρείας για διαφάνεια, την αξιόπιστη ανάπτυξη των τεχνολογιών και υπηρεσιών της και τη συνεργασία με κυβερνήσεις και την παγκόσμια βιομηχανία ασφαλείας για την καταπολέμηση των απειλών στον κυβερνοχώρο, η Kaspersky Lab έφθασε στο Υπουργείο στα μέσα Ιουλίου προσφέροντας οποιαδήποτε πληροφορία ή βοήθεια όσον αφορά στην επιχείρηση, τις δραστηριότητές ή τα προϊόντα της. Στα μέσα Αυγούστου, το Υπουργείο επιβεβαίωσε την παραλαβή της επιστολής της εταιρείας, εκτιμώντας την προσφορά παροχής πληροφοριών και εκφράζοντας το ενδιαφέρον του για μελλοντικές επικοινωνίες με την Kaspersky Lab σχετικά με το θέμα. Ωστόσο, η επόμενη ανακοίνωση από το Υπουργείο στην Kaspersky Lab ήταν η κοινοποίηση σχετικά με την έκδοση της Δεσμευτικής Λειτουργικής Οδηγίας 17-01 στις 13 Σεπτεμβρίου 2017.
Ως εκ τούτου, οι ενέργειες του Υπουργείου προκάλεσαν αδικαιολόγητη ζημία, τόσο στη φήμη της εταιρείας στον κλάδο της ασφάλειας του τομέα της Πληροφορικής, όσο και στις πωλήσεις της στις ΗΠΑ. Αδικαιολόγητα αμφισβήτησε τις βασικές αρχές της Kaspersky Lab για την προστασία των πελατών της και την καταπολέμηση των ψηφιακών απειλών, ανεξάρτητα από την προέλευση ή τον σκοπό τους. Κατά την κατάθεση αυτής της προσφυγής, η Kaspersky Lab ελπίζει να προστατεύσει τα δικαιώματά της σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ και τον ομοσπονδιακό νόμο και να αποκαταστήσει τη ζημιά που έχει προκληθεί στις εμπορικές της δραστηριότητες, και στους συνεργάτες της με έδρα τις ΗΠΑ.
«Επειδή η Kaspersky Lab δεν έχει λάβει δίκαιη μεταχείριση όσον αφορά τους ισχυρισμούς και δεν έχουν προσκομιστεί τεχνικά στοιχεία για την επικύρωση των ενεργειών του Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, είναι προς το συμφέρον της εταιρείας να υπερασπιστεί τον εαυτό της σε αυτό το θέμα. Ανεξάρτητα από την απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, θα συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που πραγματικά έχει σημασία: να κάνουμε τον κόσμο ασφαλέστερο από το ψηφιακό έγκλημα», δήλωσε ο Eugene Kaspersky, Διευθύνων Σύμβουλος της Kaspersky Lab.
Ως απόδειξη της δέσμευσής της για εμπιστοσύνη, διαφάνεια και υπευθυνότητα, η Kaspersky Lab ξεκίνησε την Παγκόσμια Πρωτοβουλία Διαφάνειας στις 23 Οκτωβρίου 2017. Η πρωτοβουλία αυτή περιλαμβάνει ανεξάρτητη ανασκόπηση του πηγαίου κώδικα της εταιρείας, ενημερώσεις λογισμικού και κανόνες ανίχνευσης απειλών. Επιπλέον, περιλαμβάνει ανεξάρτητη επισκόπηση των εσωτερικών διαδικασιών για την επαλήθευση της ακεραιότητας των λύσεων και των διαδικασιών της εταιρείας, τρία κέντρα διαφάνειας έως το 2020 στην Ασία, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ και αυξημένες bug bounty αμοιβές μέχρι $100k ανά ανακάλυψη ευπάθειας στα προϊόντα της Kaspersky Lab.