Σε σταδιακή τεχνολογική υστέρηση οδηγεί τις ελληνικές επιχειρήσεις, η αδυναμία πραγματοποίησης επενδύσεων για τον μετασχηματισμό τους.
Οι επενδύσεις των εταιρειών δεν επαρκούν, για να καλύψουν τις αποσβέσεις του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, γεγονός που οδηγεί σε τεχνολογική υστέρηση τις εγχώριες εταιρείες. Τα παραπάνω διαπιστώνει μελέτη της PwC Ελλάδας “Από την ύφεση στην ανάκαμψη - Πολιτικές διευκόλυνσης επενδύσεων”. Σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων πρέπει να αυξηθούν κατά €15 δις ετησίως μόνο και μόνο για την ανανέωση του υπάρχοντος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, ώστε να αποφευχθεί η τεχνολογική υστέρηση.
Η μελέτη υπογραμμίζει ότι η ανάκαμψη της χώρας σχετίζεται άμεσα με το επίπεδο επενδύσεων, οι οποίες, ωστόσο, μετά το 2009 κατέρρευσαν κατά 67% προκαλώντας τεχνολογική υστέρηση και την κατακρήμνιση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας. “Οι μειωμένες εταιρικές επενδύσεις, οι δημοσιονομικές δυσκολίες οι οποίες περιόρισαν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων σε συνδυασμό με την, πλέον αδύναμη, αγορά κατοικίας γεννούν ένα επενδυτικό κενό της τάξης των 10%-12% του ΑΕΠ ετησίως και υπονομεύουν την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη”, αναφέρει η PwC Ελλάδας.
Σύμφωνα με την PwC, οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας, για να στηριχθεί πραγματική οικονομική μεγέθυνση 3%-4% ετησίως, εκτιμώνται σε περίπου €210 δις για την πενταετία 2018-2022. Οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης για την ίδια περίοδο περιορίζονται στα περίπου €100 δις, δημιουργώντας ένα αθροιστικό χρηματοδοτικό κενό της τάξης των €110 δις. Ωστόσο, όπως τονίζει, η Ελληνική οικονομία διαχρονικά δεν προσελκύει κεφάλαια από το εξωτερικό και βασίζεται κατά 90% σε εγχώριες πηγές χρηματοδότησης των επενδύσεων, ενώ το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων υπολείπεται περίπου 20% της περιόδου πριν από την κρίση και οι επενδύσεις σε κατοικίες έχουν καταρρεύσει. “Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας μη χρηματοδοτούμενης ανάκαμψης: συστηματική αρνητική καθαρή αποταμίευση, περιορισμένη δυνατότητα χρηματοδότησης από τις Ελληνικές τράπεζες και διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων”, σημειώνει η μελέτη.
Επενδυτικές ανάγκες
Σύμφωνα με την έρευνα, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης έχουν υψηλότερους δείκτες ανταγωνιστικότητας σε σχέση με χώρες που έχουν τις ίδιες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεδομένου ότι διαθέτουν σημαντικές υποδομές, ανεπτυγμένες χρηματοπιστωτικές αγορές και σταθερό οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον. Αντίθετα, η Ελλάδα βρίσκεται έξω από το cluster των χωρών χαμηλής ανταγωνιστικότητας, αποτελώντας “ακραία παρατήρηση”, καθώς έχει το χαμηλότερο δείκτη ανταγωνιστικότητας από τις 28 Ευρωπαϊκές χώρες του δείγματος, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζεται και από χαμηλότερες επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ. Σύμφωνα με τους αναλυτές, για να μετακινηθεί προς το cluster των χωρών χαμηλής σχετικώς ανταγωνιστικότητας η Ελλάδα χρειάζεται συστηματικές και σημαντικές επενδύσεις.
Επίσης, από το 2009 ως το 2016 οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα απομακρύνθηκαν από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας ένα διευρυνόμενο επενδυτικό κενό, συνολικά της τάξης των €99δις. Το 2016, η Ελλάδα παρουσίασε το μικρότερο ποσοστό επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ, ακολουθούμενη από την Κύπρο, Πορτογαλία, Ιταλία και Αγγλία.