Απογοητευτική παρέμεινε για άλλη μια χρονιά η επίδοση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας 2018 (DESI) που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αφορά στις επιδόσεις του 2017.
Η συνολική κατάταξή της είναι στην 27η θέση ανάμεσα στα 28 μέλη της ΕΕ με την τελευταία θέση να την καταλαμβάνει η Ρουμανία και με συνολική βαθμολογία 38,4 έναντι 54 που είναι ο μέσος όρος.
Πέρσι, όπως επισημαίνεται από την ΕΕ, όλα τα κράτη μέλη βελτιώθηκαν στους δείκτες ψηφιακής οικονομίας. Η Δανία, η Σουηδία, η Φινλανδία και οι Κάτω Χώρες διαθέτουν τις πλέον προηγμένες ψηφιακές οικονομίες, ακολουθούμενες από το Λουξεμβούργο, την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο και την Εσθονία. Η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Ισπανία προχώρησαν περισσότερο (κατά περισσότερο από 15 μονάδες) τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ενώ η χαμηλότερη αύξηση στην ψηφιακή απόδοση σημειώθηκε στην Ελλάδα (κάτω από 10 μονάδες).
Στη συνδεσιμότητα (σταθερά ευρυζωνικά δίκτυα και τιμές ευρυζωνικών συνδέσεων) σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν η μετάβαση της χώρας στις γρήγορες ευρυζωνικές συνδέσεις είναι πιο αργή απ’ ό,τι σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Στα λίγα θετικά είναι η κάλυψη 4G στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας η οποία στην Ελλάδα αυξήθηκε και σήμερα πλησιάζει τον μέσο όρο της ΕΕ.
Οι Έλληνες είναι ενεργοί χρήστες των διαδικτυακών υπηρεσιών και οι εταιρείες χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο της ΕΕ. Όμως η ένταξη πιο εξελιγμένων ψηφιακών τεχνολογιών παραμένει σε χαμηλό επίπεδο, μολονότι η χρήση ηλεκτρονικών τιμολογίων προχώρησε σε κάποιο βαθμό. Οι επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών και των ψηφιακών δεξιοτήτων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και μπορούν να αποτελέσουν τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας.
Αναλυτικότερα, με συνολική βαθμολογία συνδεσιμότητας 43,1, (ο πρώτος και βασικότερος δείκτης) η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Μεταξύ άλλων παρουσιάζει διαθεσιμότητα σταθερών ευρυζωνικών συνδέσεων με κάλυψη 99 % (μέσος όρος ΕΕ 97 %), αλλά η διείσδυση στον πληθυσμό (69%) προχωρεί ακόμη με αργούς ρυθμούς (μέσος όρος ΕΕ 57%).
Οι τιμές εξακολουθούν να είναι σχετικά υψηλές σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ και δε βελτιώθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους (δείκτης τιμών Ελλάδα 67, έναντι 87 μέσος όρος ΕΕ).
Η μετάβαση σε γρήγορες ευρυζωνικές συνδέσεις είναι πιο αργή απ’ ό,τι σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Στις κινητές ευρυζωνικές επικοινωνίες: Η κάλυψη 4G παρουσιάζει θετική αύξηση κατά 8 εκατοστιαίες μονάδες στο 88%, κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ (91%). Ωστόσο η διείσδυση, παρά την αύξηση κατά 9 μονάδες (59/100), είναι κάτω του μέσου όρου του της ΕΕ (90/100).
Οι συνδρομές σε γρήγορες ευρυζωνικές συνδέσεις έχουν αυξηθεί 2%, αγγίζοντας το 7%, παραμένοντας αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (33%). Παρότι σημείωσε πρόοδο κατά 6%, η Ελλάδα παραμένει τελευταία μεταξύ των κρατών μελών στην κάλυψη NGA (δίκτυα νέας γενιάς) ανά νοικοκυριό (50%), απέχοντας πολύ από τον μέσο όρο της ΕΕ (80%). Σχεδόν μηδενική είναι η κάλυψη (0,4%) και διείσδυση (0,01%) ευρυζωνικών επικοινωνιών υπερυψηλής ταχύτητας σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (58% κάλυψη, 15,4% διείσδυση) που έχει σταδιακά αυξηθεί από το παρελθόν έτος.
Στις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες η Ελλάδα προοδεύει αλλά οι επιδόσεις της είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ και βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ. Το ποσοστό των χρηστών της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης είναι χαμηλό (38%) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (58%). Από την πλευρά της προσφοράς ηλεκτρονικών δημόσιων υπηρεσιών, η Ελλάδα σημείωσε κάποια πρόοδο το 2017 με 14/100 προσυμπληρωμένα έντυπα σε σύγκριση με 5/100 το 2016, αλλά παραμένει πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (53/100) και βρίσκεται στην 27η θέση.
Ακόμη, οι επιδόσεις της Ελλάδας στο ανθρώπινο κεφάλαιο, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε, είναι αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το 2017, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που χρησιμοποιούσε το διαδίκτυο σε τακτική βάση (67%) ήταν από τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 81%). Ο αριθμός των ατόμων που διαθέτουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων έχει μείνει στάσιμος στο 46% και η Ελλάδα παραμένει πολύ κάτω του μέσου όρου της ΕΕ (57%). Η χώρα μας εξακολουθεί να έχει το χαμηλότερο ποσοστό ειδικών ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (1,4 %) στην ΕΕ, με το ποσοστό των ειδικών να παραμένει σταθερό.
Η έκθεση αναφέρεται επίσης στη «διαρροή εγκεφάλων» που παρατηρείται στην Ελλάδα και όπως επισημαίνεται η αντιμετώπιση της έλλειψης ειδικών ΤΠΕ είναι ζωτικής σημασίας για τη στήριξη του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η χρήση των ΤΠΕ είναι αναγκαία σε πάνω από το 90 % των θέσεων εργασίας. Το χαμηλό ποσοστό ατόμων με τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες μπορεί να δράσει ανασταλτικά για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Σε σχετική σημείωση της ΕΕ για τη χώρα μας αναφέρεται ότι για την ανάπτυξη δικτύων NGA υπάρχουν προσδοκίες για το εγγύς μέλλον, εφόσον υλοποιηθούν τα έργα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση, ενώ επισημαίνεται: «Η Ελλάδα υστερεί αισθητά σε σχέση με τους στόχους του ψηφιακού θεματολογίου για την Ευρώπη που καθορίζονται στην ευρυζωνική στρατηγική. Προκειμένου να καλυφθεί το χάσμα με τα άλλα κράτη μέλη, πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για ιδιωτικές επενδύσεις και για άμεση αποδέσμευση δημόσιων χρηματοδοτικών πόρων. Μετά την ολοκλήρωση της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας για τη μείωση του κόστους των ευρυζωνικών υπηρεσιών το 2017, η Ελλάδα πρέπει τώρα να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των μεγάλων καθυστερήσεων στις διαδικασίες αδειοδότησης, καθώς και στην προαγωγή διατομεακών συνεργειών, προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας με σημαντικά οφέλη για την ανάπτυξη δικτύων NGA.»
Πηγή: DigitalLife