Καθώς ο τομέας του e-commerce συνεχίζει να αναπτύσσεται ταχύτατα, εταιρείες όπως η Alibaba, η Amazon και η Walmart επενδύουν σε νέες αποθήκες για να εξυπηρετούν τους μεγέλους αριθμούς παραγγελιών και η χρήση ρομπότ και η πραγματοποίηση ερευνών πάνω σε αυτά φαντάζει μονόδρομος. Σε αυτό το πλαίσιο, μηχανικοί του University of California, Berkeley, σε επιστημονικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Science Robotics παρουσιάζουν νέους αλγορίθμους, που επιτρέπουν στα ρομπότ να πιάνουν ένα μεγαλύτερο εύρος αντικειμένων, χωρίς να απαιτείται εκ των προτέρων προγραμματισμός ή «εκπαίδευση».
«Οποιοσδήποτε μεμονωμένος ρομποτικός βραχίονας-αρπάγη που μπορεί να πιάνει κάτι δεν είναι σε θέση να χειρίζεται όλα τα αντικείμενα» λέει ο Τζεφ Μάλερ, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο UC Berkeley και lead author του άρθρου. «Για παράδειγμα, μια βεντούζα δεν μπορεί να δημιουργεί σφραγίσματα σε πορώδη αντικείμενα όπως ρούχα και οι βραχίονες με παράλληλα άκρα μπορεί να μην είναι σε θέση να φτάνουν και τις δύο πλευρές κάποιων εργαλείων και παιχνιδιών. Τα "αμφιδέξια" ρομπότ παρέχουν μεγαλύτερη πολυπλευρότητα» περιγράφει.
Tα ρομποτικά συστήματα που χρησιμοποιούνται στις περισσότερες αποθήκες e-commerce επί της παρούσης βασίζονται περισσότερο σε αρπάγες-βεντούζες, που περιορίζουν το εύρος των αντικειμένων που μπορούν να πιάνουν. Στο paper του UC Berkeley παρουσιάζεται μια «αμφιδέξια» προσέγγιση που αντιμετωπίζει αυτούς τους περιορισμούς, καθώς είναι συμβατή με μεγάλο εύρος αρπαγών/βραχιόνων. Η προσέγγιση αυτή εισάγει ένα κοινό πλαίσιο που βασίζεται σε μια κοινή «λειτουργία ανταμοιβής» για κάθε είδους αρπάγη, που ποσοτικοποιεί την πιθανότητα επιτυχίας για την καθεμιά εξ αυτών. Αυτό επιτρέπει στο σύστημα να αποφασίζει γρήγορα ποια είναι η καλύτερη αρπάγη για χρήση σε κάθε κατάσταση.
Όταν οι ερευνητές χρησιμοποίησαν «λειτουργίες ανταμοιβής» για αρπάγες με παράλληλα άκρα και με βεντούζες σε ρομπότ με δύο βραχίονες, διαπίστωσαν πως το σύστημα καθάριζε/άδειαζε δοχεία με μέχρι και 25 άγνωστα μέχρι εκείνη τη στιγμή αντικείμενα, με ρυθμό 300 συλλογών την ώρα, με αξιοπιστία που έφτανε το 95%.
Πηγή: naftemporiki.gr