Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε σήμερα να παραπέμψει την Ελλάδα και την Ισπανία στο Δικαστήριο της ΕΕ, επειδή δεν μετέφεραν στο εθνικό τους δίκαιο τους ενωσιακούς κανόνες σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα [δηλ. την οδηγία για την προστασία των δεδομένων στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου, οδηγία (ΕΕ)2016/680]. Τον Απρίλιο του 2016 το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησαν ότι η οδηγία έπρεπε να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο έως τις 6 Μαΐου 2018.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο της ΕΕ να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις με τη μορφή κατ' αποκοπή ποσού ύψους 5 287,50 ευρώ ημερησίως μεταξύ, αφενός, της επόμενης ημέρας μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, όπως αυτή ορίζεται στην οδηγία, και, αφετέρου, είτε της συμμόρφωσης της Ελλάδας είτε της ημερομηνίας δημοσίευσης της απόφασης, δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, με κατώτατο κατ' αποκοπή ποσό ύψους 1 310 000 ευρώ και ημερήσια χρηματική ποινή 22 169,70 ευρώ από την ημέρα της πρώτης απόφασης μέχρι την πλήρη συμμόρφωση ή μέχρι την έκδοση δεύτερης δικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση της Ισπανίας, η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να επιβάλει οικονομική κύρωση με τη μορφή κατ' αποκοπή ποσού ύψους 21 321 ευρώ ημερησίως μεταξύ, αφενός, της επόμενης ημέρας μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, όπως αυτή ορίζεται στην οδηγία, και, αφετέρου, είτε της συμμόρφωσης της Ισπανίας είτε της ημερομηνίας δημοσίευσης της απόφασης, δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, με κατώτατο κατ' αποκοπή ποσό ύψους 5 290 000 ευρώ και ημερήσια χρηματική ποινή 89 548,20 ευρώ από την ημέρα της πρώτης απόφασης μέχρι την πλήρη συμμόρφωση ή μέχρι την έκδοση δεύτερης δικαστικής απόφασης.
Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμελιώδες δικαίωμα κατοχυρωμένο στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχος της οδηγίας είναι να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, παράλληλα, να διευκολύνει τις ανταλλαγές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των εθνικών αρχών επιβολής του νόμου. Η οδηγία καθορίζει κανόνες για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων. Η οδηγία διασφαλίζει επίσης ότι τα δεδομένα των θυμάτων, των μαρτύρων, των υπόπτων και των δραστών εγκλημάτων προστατεύονται δεόντως στο πλαίσιο ποινικών ερευνών. Παράλληλα, η καλύτερη εναρμόνιση της νομοθεσίας θα διευκολύνει τη διασυνοριακή συνεργασία ανάμεσα στις αστυνομικές αρχές, τους εισαγγελείς και τους δικαστές για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας σε όλη την Ευρώπη. Αυτοί οι κανόνες της ΕΕ συμβάλλουν στην επίτευξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Η μη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο της Ισπανίας και της Ελλάδας δημιουργεί διαφορές ως προς το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών και δυσχεραίνει τις ανταλλαγές δεδομένων μεταξύ, αφενός, της Ελλάδας και της Ισπανίας και, αφετέρου, των άλλων κρατών μελών που μετέφεραν την οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία επί παραβάσει αποστέλλοντας επίσημη προειδοποιητική επιστολή στις εθνικές αρχές των συγκεκριμένων κρατών μελών τον Ιούλιο του 2018, καθώς και τις αντίστοιχες αιτιολογημένες γνώμες τον Ιανουάριο του 2019. Μέχρι στιγμής η Ελλάδα και η Ισπανία δεν έχουν κοινοποιήσει στην Επιτροπή τη θέσπιση των αναγκαίων εθνικών μέτρων για τη μεταφορά της οδηγίας.
Ιστορικό
Η πρόταση παραπομπής της Ελλάδας και της Ισπανίας στο Δικαστήριο της ΕΕ υποβλήθηκε, καθώς η Ελλάδα και η Ισπανία δεν κοινοποίησαν μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας για την προστασία των δεδομένων στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου [οδηγία (ΕΕ) 2016/680] στο εθνικό δίκαιο. Η Ελλάδα και η Ισπανία, μη θεσπίζοντας όλες τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση με την οδηγία ή, σε κάθε περίπτωση, μη κοινοποιώντας τις ως άνω διατάξεις στην Επιτροπή, δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει της παραπάνω οδηγίας.
Στην πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 260 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), εάν ένα κράτος μέλος δεν μεταφέρει οδηγία που έχει θεσπιστεί από τον νομοθέτη της ΕΕ στο εθνικό του δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο της ΕΕ να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις. Οι κυρώσεις λαμβάνουν υπόψη:
- τη σοβαρότητα της παράβασης,
- τη διάρκεια της παράβασης,
- τον ειδικό συντελεστή «Ν» (ο οποίος ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών και λαμβάνει υπόψη το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τους σε εκατομμύρια ευρώ και τον αριθμό των εδρών του οικείου κράτους μέλους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).
Οι οικονομικές κυρώσεις που προτείνονται από την Επιτροπή συνίστανται σε καταβολή κατ' αποκοπή ποσού (προκειμένου να τιμωρηθεί η ύπαρξη της ίδιας της παράβασης) και ημερήσιας χρηματικής ποινής (προκειμένου να τιμωρηθεί η συνέχιση της παράβασης μετά την απόφαση του Δικαστηρίου).