Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις γραπτές απαντήσεις των ορισθέντων νέων Επιτρόπων, κατά την ακρόασή τους πριν από την επίσημη ανάθεση των νέων χαρτοφυλακίων, η Ε.Ε. εξετάζει το ενδεχόμενο να ανοίξει εκ νέου το θέμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν δεν ευδοκιμήσει η προσπάθεια για διεθνή λύση. “Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί για την επίτευξη προόδου. Εάν δεν μπορέσει να επιτευχθεί συμφωνία έως τα τέλη του 2020, η Ε.Ε. θα πρέπει να είναι διατεθειμένη να ενεργήσει μόνη της. Θα χρειαστούμε μια λύση σε επίπεδο Ε.Ε., η οποία θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της ψηφιακής οικονομίας, θα αποφέρει οφέλη για την Ε.Ε. και θα μας επιτρέψει να καταλήξουμε σε συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών”, τόνισε κυρία Margrethe Vestager κατά τη διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
“Πρέπει να διαμορφώσουμε την ψηφιοποίηση, με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ευρωπαϊκής οικονομίας και της κοινωνίας. Ένα σημαντικό στοιχείο, εν προκειμένω, είναι ότι όλες οι εταιρείες, μεγάλες ή μικρές, παραδοσιακές ή ψηφιακές, οφείλουν να καταβάλλουν τον φόρο που τους αναλογεί. Για το σκοπό αυτό, χρειαζόμαστε ένα δίκαιο διεθνές φορολογικό δίκαιο”, τόνισε η κυρία Vestager, σημειώνοντας ότι το υφιστάμενο πλαίσιο για την εταιρική φορολόγηση είναι υπερβολικά περίπλοκο και δεν διασφαλίζει την φορολόγηση των κερδών εκεί, όπου παράγονται.
Στρέβλωση ανταγωνισμού
“Η ανάλυση έδειξε επίσης ότι, κατά μέσο όρο, οι ψηφιακές επιχειρήσεις φορολογούνται με συντελεστή μόλις 9% έναντι 23% για τις παραδοσιακές επιχειρήσεις. Το στοιχείο αυτό στρεβλώνει τον ανταγωνισμό παραδοσιακών και ψηφιακών επιχειρήσεων και υπονομεύει τη βιωσιμότητα των φορολογικών βάσεων των κρατών μελών και το δίκαιο χαρακτήρα των φορολογικών συστημάτων”, σημείωσε η κυρία Vestager.
Με τις δηλώσεις της Αντιπροέδρου συμφώνησε ο ορισθείς Επίτροπος για την Οικονομία, Paolo Gentiloni, ο οποίος δεσμεύτηκε να αποτρέψει μεμονωμένες κυβερνήσεις να ασκήσουν βέτο σε θέματα φορολόγησης -θυμίζοντας ότι μια μερίδα κρατών είχαν μπλοκάρει την προσπάθεια της Ένωσης για έναν πανευρωπαϊκό ψηφιακό φόρο.
Η ευρωπαϊκή απόπειρα
Το αρχικό σχέδιο της Ε.Ε. προέβλεπε την επιβολή εισφοράς 3% επί ορισμένων υπηρεσιών μεγάλων τεχνολογικών πολυεθνικών, εκτιμώντας ότι θα επέφερε πρόσθετα φορολογικά έσοδα της τάξης των €5 δις στα κράτη-μέλη. Το πλάνο δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την ισχυρή στήριξη της πλειοψηφίας των κρατών-μελών, καθώς συστηματική αντίδραση στην επιβολή είχαν εκφράσει εξ αρχής η Ιρλανδία, η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία.
Με δεδομένη τη δυστοκία για ενιαία φορολογική συμπεριφορά έναντι των - κυρίως αμερικανικών - τεχνολογικών κολοσσών, η Γαλλία προχώρησε μεμονωμένα στη λήψη σχετικής απόφασης, επιβάλλοντας το φόρο 3% επί των εσόδων των εν λόγω εταιρειών, που παράγονται επί γαλλικού εδάφους. Πρόκειται για το λεγόμενο φόρο “GAFA” (από τα αρχικά των Google, Apple, Amazon, Facebook), ο οποίος έχει αναδρομική ισχύ από τις αρχές του 2019, επιβάλλεται επί των εσόδων από ψηφιακές υπηρεσίες που παρέχουν στη Γαλλία επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των €25 εκατ. (στη χώρα) και €750 εκατ. παγκοσμίως.
Διαπραγματεύσεις
Στην πρόσφατη Σύνοδο των χωρών του G7 στην πόλη Μπιαρίτς της Γαλλίας, Ευρώπη και ΗΠΑ διερεύνησαν την προοπτική μιας συμβιβαστικής λύσης στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ για τον ψηφιακό φόρο. Στο επίσημο ανακοινωθέν μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου, οι μετέχοντες ανέλαβαν τη δέσμευση να “καταλήξουν σε συμφωνία το 2020 για την απλούστευση των κανονιστικών φραγμών και τον εκσυγχρονισμό της διεθνούς φορολογίας στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ”.
Να σημειωθεί ότι η απόφαση της Γαλλίας για την επιβολή του “GAFA” προκάλεσε από την πρώτη στιγμή τη σθεναρή αντίδραση της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία θεώρησε ότι το μέτρο πλήττει καίρια τις αμερικανικές εταιρείες, με τον Αμερικανό Πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, να προειδοποιεί εμμέσως πλην σαφέστατα με την επιβολή δασμών στα γαλλικά προϊόντα.