Τις νέες πρωτοβουλίες που φέρνουν τις ψηφιακές δεξιότητες στο επίκεντρο της εκπαίδευσης, μέσα από την νέα πανευρωπαϊκή έρευνα που αναδεικνύει το ψηφιακό χάσμα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση της Ελλάδας και την έναρξη ενός νέου Εκπαιδευτικού Προγράμματος Σπουδών, σε συνεργασία με την ομάδα DAISSy του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), τον εκπαιδευτικό Μη Κερδοσκοπικό Οργανισμό Επιστήμη Επικοινωνία (SciCo) και την Ελληνογερμανική Αγωγή παρουσίασε το Ίδρυμα Vodafone την Πέμπτη.
Το παρών στην εκδήλωση έδωσε η Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, κα Νίκη Κεραμέως, η οποία και αναγνώρισε πως είναι χρήσιμα τα ψηφιακά εργαλεία, ωστόσο, πρέπει να χρησιμοποιούνται με όριο και να εμπλουτίζουν τη δια ζώσης διδασκαλία.
Μέσω του νέου προγράμματος, διάρκειας 130 ωρών, οι επιμορφούμενοι θα λαμβάνουν πιστοποίηση καθώς και 5,2 ακαδημαϊκές μονάδες ECTS. Το πρόγραμμα απευθύνεται σε μελλοντικούς ή ενεργούς εκπαιδευτικούς και έχει ως στόχο να τους εισάγει στον κόσμο της STEAM εκπαίδευσης. Βασίζεται στην ομαδική εργασία και την ανάπτυξη της αναλυτικής σκέψης για την επίλυση αυθεντικών, σύνθετων συνδυαστικών προβλημάτων της σύγχρονης ζωής και απαντά στην αναγκαιότητα εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, προκειμένου να καλλιεργήσουν τις δεξιότητες και ικανότητες που απαιτούνται για τη διδασκαλία θεμάτων STEM εκπαίδευσης και την διαμόρφωση ενός σύγχρονου, ελκυστικού μαθησιακού περιβάλλοντος STEM/STEAM προσεγγίσεων. Με την ολοκλήρωση του Σύντομου Προγράμματος Σπουδών οι εκπαιδευόμενοι/ες θα είναι ικανοί να αξιοποιούν σύγχρονα ηλεκτρονικά περιβάλλοντα μάθησης αλλά και νέες εκπαιδευτικές τεχνολογίες στην STE(A)M τάξη. Θα αναπτύξουν τις ψηφιακές και τις οριζόντιες δεξιότητες (21st century skills), τις σχετικές με την εκπαίδευση STE(Α)M ικανότητες, αλλά και τις πράσινες δεξιότητες (green skills) των ιδίων καθώς επίσης και των μαθητών και μαθητριών τους και θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για ελκυστικές και ποιοτικά αναβαθμισμένες μαθησιακές εμπειρίες στη Δευτεροβάθμια τυπική και μη τυπική εκπαίδευση, προετοιμάζοντας τη μαθητική κοινότητα να ανταπεξέλθει στις υψηλές απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής και αγοράς εργασίας.
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Vodafone Ελλάδας Χάρης Μπρουμίδης, επισήμανε «Στη Vodafone πιστεύουμε ότι η τεχνολογία, η εκπαίδευση και η επιστημονική γνώση θα είναι ο καταλύτης της Ελλάδας για τα άλματα που θα κληθούμε να κάνουμε σήμερα και στο μέλλον. Και συμβάλλουμε σε αυτήν την προσπάθεια με ουσιαστικά προγράμματα και ενέργειες για την εξοικείωση των νέων με τις δεξιότητες STEM, υποστηρίζοντας έτσι την ψηφιακή μετάβαση της Ελλάδας».
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, πραγματοποιήθηκε και δημόσια συζήτηση για το θέμα των ψηφιακών δεξιοτήτων στην εκπαίδευση, στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Vodafone Ελλάδας και πρεσβευτής του Ιδρύματος Vodafone, ο διευθυντής Πληροφορικής του MIT Media Lab και πρεσβευτής του Ιδρύματος Vodafone, Μιχάλης Μπλέτσας, ο καθηγητής, κοσμήτορας Σχολής Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου o Αχιλλέας Καμέας και η Διάνα Βουτυράκου, γενική διευθύντρια και συνιδρύτρια του Μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού Unique Minds.
Ερευνα Ιpsos για εκπαιδευτικούς
Σύμφωνα με την πανευρωπαϊκή έρευνα που διενεργήθηκε από την Ipsos για λογαριασμό του Ιδρύματος Vodafone και παρουσιάστηκε στην εκδήλωση της Vodafone την Πέμπτη 19/1, οι λειτουργοί της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα θεωρούν ότι στην πλειονότητά τους διαθέτουν πολύ καλά επίπεδα δεξιοτήτων στην πληροφορική
Επιπλέον, αν και διαπιστώνουν ότι δεξιότητες, όπως η υπευθυνότητα, η εξοικείωση με τα ψηφιακά μέσα, η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία θεωρούνται οι πιο σημαντικές σε μια ψηφιακή κοινωνία, αναγνωρίζουν όμως ότι υπάρχει χάσμα μεταξύ της συνάφειας ορισμένων ικανοτήτων και της ικανότητας των σχολείων να τις προάγουν όπως πρέπει.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, που διενεργήθηκε σε 11 Ευρωπαϊκές χώρες και πιο συγκεκριμένα σε Αλβανία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Τουρκία, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί (75%) αναφέρουν ότι έχουν προχωρημένο επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων (επίπεδο ηγέτη-/ειδικού), ενώ μόνο το 24% θεωρεί τον εαυτό του αρχάριο ή άτομο με χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων. Επιπλέον, στην πλειονότητά τους (76%) βαθμολογούν την ποιότητα της υποδομής πληροφορικής στα σχολεία τους ως μέτρια ή χαμηλή. Ως πηγή γνώσης, ιδεών και έμπνευσης για τους εκπαιδευτικούς είναι το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε σχέση με τις ήπιες δεξιότητες, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί θεωρούν τα σχολεία καλά προετοιμασμένα για να προωθήσουν εκείνες της υπευθυνότητας και της επικοινωνίας. Αντίθετα, διαπιστώνουν ελλείμματα στην προώθηση της αυτοργανωμένης μάθησης και του ψηφιακού εγγραμματισμού. Στα δύο αυτά θέματα, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί βαθμολογούν τα σχολεία τους χειρότερα από τους συναδέλφους τους στην Ευρώπη, με την κατάσταση να είναι κάπως καλύτερη στα λύκεια, σύμφωνα με τους ίδιους τους καθηγητές.
Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί θεωρούν τα σχολεία υπεύθυνα για την προετοιμασία των νέων για τις τεχνολογικές απαιτήσεις ενός ψηφιακού μέλλοντος. Επιπλέον, δηλώνουν ότι τόσο οι οικογένειες όσο και τα σχολεία έχουν την ευθύνη για την ανάπτυξη των συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών ώστε να προσαρμοστούν στο αύριο της τεχνολογίας, διαφοροποιούμενοι από τους ξένους συναδέλφους ως προς τον ρόλο του σχολείου στη μετάβαση αυτή.
Μάλιστα, από την έρευνα προκύπτει ότι όσο πιο σίγουροι είναι οι εκπαιδευτικοί για τις ψηφιακές τους δεξιότητες τόσο πιο πιθανό είναι να αντιμετωπίσουν το σχολείο ως τον κύριο υπεύθυνο για την προετοιμασία των νέων ενόψει των τεχνικών απαιτήσεων ενός ψηφιακού μέλλοντος. Αξίζει να σημειωθεί πως οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί συμφωνούν ότι τα ψηφιακά μέσα δίνουν τη δυνατότητα στους μαθητές να εντοπίζουν καλύτερες πηγές πληροφοριών και να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες, στην πλειονότητά τους όμως αμφιβάλλουν για το εάν αυτά βελτιώνουν στην πραγματικότητα τις ακαδημαϊκές επιδόσεις τους. Επιπλέον, λιγότεροι από τους μισούς εκπαιδευτικούς θεωρούν επαρκή την πραγματική στήριξη του ψηφιακού εγγραμματισμού μέσω της εκπαιδευτικής πολιτικής, ενώ πολλοί εξ αυτών πιστεύουν ότι αυτή δεν επαρκεί για την επαρκή προετοιμασία των μαθητών για την αγορά εργασίας του αύριο. Για αυτό τον λόγο, τάσσονται στην συντριπτική τους πλειονότητα υπέρ των ανταλλαγών με άλλες χώρες και περιμένουν περισσότερες πρωτοβουλίες από πλευράς πολιτείας σε σχέση με τις ψηφιακές τεχνολογίες.
Στην πλειονότητά τους (71%), οι εκπαιδευτικοί έχουν παρακολουθήσει τουλάχιστον μία επίσημη δράση κατάρτισης για τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στη διδασκαλία - μάλιστα, οι μισοί (52%) έχουν συμμετάσχει σ' αυτές περισσότερες από μία φορές. Ως επί το πλείστον, όμως αυτές αφορούσαν καθηγητές Λυκείου και λιγότερο Γυμνασίου, ενώ η συμμετοχή τους στις περισσότερες ήταν προαιρετική.Παράλληλα, σχεδόν το ήμισυ των εκπαιδευτικών (45%) των εκπαιδευτικών δεν έχει λάβει μέρος σε καμία άτυπη δράση επαγγελματικής κατάρτισης για την ψηφιακή τεχνολογία τα τελευταία δύο χρόνια, τις οποίες πάντως φαίνεται ότι προτιμούν περισσότερο οι καθηγητές γυμνασίου.
Πάντως, η έκθεση συμπεραίνει ότι όσο πιο σίγουροι νιώθουν οι εκπαιδευτικοί για τις δεξιότητές τους στην πληροφορική τόσο πιο πιθανό είναι να συμμετέχουν σε δράσεις κατάρτισης και υπογραμμίζει ότι αυτή η σχέση μπορεί να διευρύνει σημαντικά το χάσμα μεταξύ εκπαιδευτικών με διαφορετικά επίπεδα δεξιοτήτων, προτείνοντας να δοθούν κίνητρα για την ανάσχεση του φαινομένου. Επιπλέον, η έρευνα εντοπίζει ότι οι συνθήκες για δράσεις κατάρτισης φαίνεται να είναι αρκετά καλές στην Ελλάδα.
Ως προς τα μέτρα που θα τους παρείχαν καλύτερη στήριξη στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στην τάξη, στην πλειονότητα τους υπογραμμίζουν ότι η αξιοπιστία του εξοπλισμού πληροφορικής και οι υψηλής ποιότητας δράσεις κατάρτισης στον τομέα της ψηφιακής εκπαίδευσης θα τους υποστήριζαν καλύτερα τους, ενώ προκύπτει ότι η βελτίωση της αξιοπιστίας του εξοπλισμού πληροφορικής είναι πιο επείγουσα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες.