Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει προειδοποιητικές επιστολές σε 22 κράτη μέλη —Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχία, Δανία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρο, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Φινλανδία και Σουηδία, επειδή δεν συμμορφώνονται με ορισμένες υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό σχετικά με τη διάδοση τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο, όπως: την απαίτηση ορισμού της αρχής ή των αρχών που είναι αρμόδια/αρμόδιες για την έκδοση εντολών αφαίρεσης και την κοινοποίηση των εν λόγω αρχών στην Επιτροπή· τον ορισμό δημόσιου σημείου επαφής και τη θέσπιση κανόνων και μέτρων σχετικά με τις κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις νομικές υποχρεώσεις.
Οπως αναφέρει ανακοίνωση της Κομισιόν, η συνεχιζόμενη ύπαρξη τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τους πολίτες και την κοινωνία γενικότερα. Οι τρομοκράτες εκμεταλλεύονται το διαδίκτυο για να διαδίδουν τα μηνύματά τους που στοχεύουν στον εκφοβισμό, τη ριζοσπαστικοποίηση, τη στρατολόγηση και τη διευκόλυνση της εκτέλεσης τρομοκρατικών επιθέσεων.
Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις που διαπράχθηκαν στο έδαφος της ΕΕ, όπως η πλέον πρόσφατη στη Μπρατισλάβα στις 12 Οκτωβρίου 2022, υπενθυμίζουν έντονα τον τρόπο με τον οποίο το τρομοκρατικό περιεχόμενο στο διαδίκτυο διαδραματίζει ρόλο στον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση τέτοιων επιθέσεων.
Για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει σειρά εθελοντικών και νομοθετικών μέτρων και πρωτοβουλιών που συμβάλλουν στον μετριασμό της τρομοκρατικής απειλής.
Αντιμετώπιση της διάδοσης τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο
Ο κανονισμός για το τρομοκρατικό περιεχόμενο στο διαδίκτυο (κανονισμός για το τρομοκρατικό περιεχόμενο) παρέχει ένα νομικό πλαίσιο που διασφαλίζει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας, οι οποίοι θέτουν το περιεχόμενο των χρηστών στη διάθεση του κοινού, αντιμετωπίζουν την παράνομη χρήση των υπηρεσιών τους για διάδοση τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο.
Ο κανονισμός για το τρομοκρατικό περιεχόμενο εφαρμόζεται από τις 7 Ιουνίου 2022. Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας υποχρεούνται να αφαιρούν το τρομοκρατικό περιεχόμενο εντός μίας ώρας αφότου λάβουν εντολή αφαίρεσης από τις αρχές των κρατών μελών και να λαμβάνουν μέτρα όταν οι πλατφόρμες τους εκτίθενται σε τρομοκρατικό περιεχόμενο.
Ο κανονισμός για το τρομοκρατικό περιεχόμενο εφαρμόζεται σε όλους τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας που παρέχουν υπηρεσίες εντός της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών μέσων κοινωνικής δικτύωσης, υπηρεσιών ανταλλαγής αρχείων βίντεο, εικόνας και ήχου.
Ο κανονισμός απαιτεί ειδικά μέτρα από τους εν λόγω παρόχους που εκτίθενται σε τρομοκρατικό περιεχόμενο, προβλέπει κυρώσεις για παραβάσεις και περιλαμβάνει ισχυρές διασφαλίσεις για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης. Περιλαμβάνει επίσης σαφείς απαιτήσεις για την αποζημίωση των χρηστών, καθώς και ετήσιες εκθέσεις διαφάνειας από τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας και τις εθνικές αρμόδιες αρχές.
Ο κανονισμός για το τρομοκρατικό περιεχόμενο απαιτεί από τα κράτη μέλη να ορίζουν αρμόδιες αρχές με επαρκείς εξουσίες και πόρους, συμπεριλαμβανομένου ενός σημείου επαφής. Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι προβλέπονται κυρώσεις για τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον κανονισμό για το τρομοκρατικό περιεχόμενο· οι χρηματικές ποινές μπορούν να ανέρχονται έως το 4 % του συνολικού κύκλου εργασιών του παρόχου υπηρεσιών φιλοξενίας.
Τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα που λαμβάνουν για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων ορισμού αρμόδιων αρχών και θέσπισης κανόνων σχετικά με τις κυρώσεις. Η έλλειψη ισχυρού πλαισίου επιβολής υπονομεύει τον στόχο του κανονισμού για το τρομοκρατικό περιεχόμενο. Η σημερινή απόφαση έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι τα εν λόγω κράτη μέλη θα προσαρμόσουν τους εθνικούς τους κανόνες στην ενωσιακή νομοθεσία το συντομότερο δυνατό.
Τα εν λόγω κράτη μέλη έχουν πλέον προθεσμία δύο μηνών για να ανταποκριθούν και να άρουν τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή. Η Επιτροπή, εάν δεν λάβει ικανοποιητική απάντηση, μπορεί να αποφασίσει να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη.